Το βιβλίο της μοναστικής ζωής
Γείτονα Θεέ, αν σε μακριά νυχτιάν
με χτύπους δυνατούς, καμιά φορά σ’ έχω ενοχλήσει,
είναι γιατί , σπάνια την ανάσα σου ακούγοντας , είχα ανησυχήσει
και ξέρω: είσαι ολομόναχος στην κάμαρα. Αν
κάτι χρειάζεσαι, κανείς δεν είναι στο πασπάτεμά σου
να τρέξει να σου φέρει ένα νερό:
Πάντα ακρουμάζομαι . Δώσε ένα μικρό
σημάδι μόνο. Είμαι πολύ κοντά σου.
Μόνο ένας τοίχος φτενός ανάμεσά σας
βρίσκεται κατά τύχη. Ω ναι, θα το μπορούσε
μια κραυγή μόνο από τα στόματά μας
ευτύς να τον κυλούσε
χάμω, δίχως κρότο και δίχως ταραχή.
Έχει απ’ τις εικόνες σου χτιστεί.
Κι οι εικόνες σου ως ονόματα στέκουν εμπρός σου.
Κι όταν ανάβει μέσα μου έξαφνα το φως σου
που μ’ αυτό το βάθος μου σ’ αναγνωρίζει,
στα πλαίσια του μια λάμψη το σκορπίζει.
Κ’ οι αισθήσεις μου που γρήγορα έχουν παραλύσει
ανέστιες είναι κι από σε έχουν χωρίσει
(Μετάφραση Άρη Δικταίου )
Ο ποιητής (από τα Neue Gedichte)
Μακρυά από μένα φεύγεις Ώρα
Και το φτεροκόπημά σου με πληγώνει ακόμα.
Μόνος: Τι να το κάμω πια το στόμα;
Τι τη νύχτα μου; τι να κάμω τη μέρα μου τώρα;
Δεν έχω σπίτι ,δεν έχω αγαπημένη,
γωνιά δεν έχω η ζωή μου ν ακουμπήσει.
Το κάθε τι που του δίνομαι πλουταίνει
και θα με σπαταλήσει.
28 Δεκεμβρίου 1926 (ξημερώνοντας η 29)
Ο ποιητής που τραγούδησε «φώναξε με , αγάπη, φώναξε με, στο νυχτωμένο σπίτι ν’ ακουστεί η φωνή σου …» , ο ποιητής που τόλμησε να το ευχηθεί «Πρέπει να πεθαίνει κανείς γιατί τις ξέρει. Να πεθαίνει στην άφατη του χαμόγελου άνθηση , να πεθαίνει στ’ ανάλαφρά των χέρια . Να πεθαίνει πλάι σε γυναίκες…» γκρέμισε των Τοίχο των Εικόνων , για να ψάξει για τον Μεγάλο Τρομαγμένο….