(απόσπασμα από άρθρο του Κώστα Χ. Χρυσόγονου – καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου του Α.Π.Θ. ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ 58 σελ. 1364
….Το κυριότερο συμπέρασμα από την εντυπωσιακή πλήρη μετεκλογική αναστροφή του κυβερνώντος κόμματος είναι ότι στα σοβαρά ζητήματα η κυβερνητική πολιτική δεν προσδιορίζεται ούτε σύμφωνα με το αποτέλεσμα των εκλογών ούτε και με βάση καταστατικά κατοχυρωμένες συλλογικές διαδικασίες του κυβερνώντος κόμματος. Η οικονομική ιδίως πολιτική μιας μικρής και υπερχρεωμένης χώρας, όπως η Ελλάδα, είναι προδιαγεγραμμένη με βάση τις αποφάσεις υπερεθνικών αρχών και τις (αν)ισορροπίες των κεφαλαιαγορών. Έτσι η δημοκρατία καταντά να υφίσταται κατ’ επίφαση. Ο κεντρικός λόγος ύπαρξης και λειτουργίας των θεσμών της είναι η συγκάλυψη της δικτατορίας των (διεθνών) αγορών, που λειτουργεί στην εγχώρια εκδοχή της, διαμεσολαβημένη από τους μεταπράτες – κληρονομικούς ηγέτες των κομμάτων εξουσίας.
Αν προσπαθήσει κανείς να αναλύσει τα παραπάνω στο επίπεδο της πραγματικής λειτουργίας του πολιτεύματος, εύκολα μπορεί να αντιληφθεί την αδυναμία εξήγησής τους με τους όρους του κυρίαρχου «δημοκρατικού» Παραδείγματος. Πρόκειται για ένα ακόμη επεισόδιο της πολύχρονης «Μεγάλης Πορείας» προς την καταστρατήγηση του Συντάγματος γενικά και της δημοκρατικής αρχής ειδικότερα, όπου η δημοκρατία τείνει να καταντήσει προσχηματική και το πολίτευμα να μετατραπεί σε παλίμψηστο. Η λαϊκή κυριαρχία κάμπτεται ενόψει της δημοσιονομικής χρείας και το δημόσιο συμφέρον που μονοπωλείται από τους επαϊοντες πολιτικούς γίνεται εργαλείο λοβοτομής της λαϊκής βούλησης . Εξάλλου σε ένα πελατειακά δομημένο κράτος , όπου το εκλογικό σώμα έχει συστηματικά γαλουχηθεί από τους πολιτικούς ταγούς με τα ιδανικά των προσωπικών εξυπηρετήσεων, έχει προ πολλού χαθεί η επαφή με εκείνο το συμφέρον το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί κοινό και δημόσιο. Έτσι η πολιτική «τάξη» έχει πια αναλάβει ένα διπλό ρόλο. Ως διαφθορέας του ελληνικού λαού εξασφαλίζει τον πελατειακό εξανδραποδισμό του, και κατόπιν ως σωτήρας στο έπος της δημοσιονομικής εσχατολογίας εξαγγέλλει την δήθεν λύτρωσή του από την κατάρρευση. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται , σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, για λύτρωση ή έστω λύση, ακόμη και επώδυνη, αλλά για επιδείνωση των όρων υπό τους οποίους ο ελληνικός Τιτανικός θα συγκρουσθεί με το παγόβουνο του χρέους. Ο μηχανισμός «στήριξης» μας οδηγεί όχι μόνο στην de facto απώλεια της εξωτερικής κυριαρχίας του ελληνικού κράτους , αλλά ενδεχομένως και στην απώλεια των στοιχειωδών μέσων άσκησης της κρατικής κυριαρχίας γενικά, δηλ. της δημόσιας περιουσίας του κράτους αυτού ……
Thursday, November 18, 2010
Thursday, October 28, 2010
ΣΑΤΑΝΟΛΟΓΙΑ
(πίνακας του Βερονέζε)
* "Η αμαρτία δεν προέρχεται από κάποιον εξωτερικό μας Σατανά, αλλά από την ίδια την καρδιά μας" ....ακούμε τον Ιησού να λέει στους μαθητές του : ¨Εκ γαρ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί,φόνοι, μοιχεία, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι" .Ο Σατανάς είναι μέσα μας , και όχι σαν παρείσακτος : σα συστατικό μας στοιχείο
* Περιέχουμε το κακό γιατί είμαστε πλασμένοι κατ' εικόνα του κόσμου. Τα ερπετά, τα όρνια, τα θηρία της ζούγκλας, όλα τους αναδεύονται μέσα μας. Μία μόνο διαφορά : οτι ονειρευόμαστε το Αγαθό
* Ο Διάβολος είναι ένα άλλοθι , αλλά που όταν προβάλλεται στην ύπατη δίκη, φανερώνει πρόθεση φυγοδικίας. Μόνο άν καταργήσουμε τη δίκη θ' αποδειχθεί ο Διάβολος περιττός.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
(Από τη συλλογή δοκιμίων "ΠΟΝΤΟΠΟΡΟΙ" - Σατανολογία)
Εθνική Εορτή
Saturday, October 23, 2010
THE INTOXICATION
The gift is given:
We wear mortality,
The crash of nothing,
A passing universe…
Shells from the coast
robbed by death .
We have never seen
the maker of the soul,
the ethereal blow.
GEORGE C. ANYFANTIS
Η ΜΟΛΥΝΣΗ
Μας δόθηκε το φαρμάκι:
Το ένδυμα της θνητότητας,
η συντριβή του μηδενός ,
ένα σύμπαν που διαβαίνει.
Κοχύλια της ακτής
που ο θάνατος ληστεύει.
Δεν έχουμε αντικρύσει ποτέ
το δημιουργό της ψυχής,
την αιθέρια πνοή
ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ
We wear mortality,
The crash of nothing,
A passing universe…
Shells from the coast
robbed by death .
We have never seen
the maker of the soul,
the ethereal blow.
GEORGE C. ANYFANTIS
Η ΜΟΛΥΝΣΗ
Μας δόθηκε το φαρμάκι:
Το ένδυμα της θνητότητας,
η συντριβή του μηδενός ,
ένα σύμπαν που διαβαίνει.
Κοχύλια της ακτής
που ο θάνατος ληστεύει.
Δεν έχουμε αντικρύσει ποτέ
το δημιουργό της ψυχής,
την αιθέρια πνοή
ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ
Wednesday, August 25, 2010
ΙΘΑΚΗ - ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Η Ιθάκη του Καβάφη. Ο Οδυσσέας του Ομήρου, ο Οδυσσέας του Σοφοκλή στο Φιλοκτήτη, ο Οδυσσέας του Τέννυσον, ο Οδυσσέας του Μπόρχες , ο Οδυσσέας του Βάρναλη στο αληθινό ημερολόγιο της Πηνελόπης , η Οδύσσεια του Καζαντζάκη (κι ακόμα η ιδιαίτερη επισήμανσή του «πως η καρδιά του ανθρώπου είναι ένας λάκκος αίμα και πέφτουν απάνω μπρούμυτα οι αγαπημένοι νεκροί και σου πίνουν το αίμα να ξεδιψάσουν, κι όσο πιο αγαπημένοι σου είναι τόσο και περισσότερο αίμα σου πίνουν…») - ο άλλος Οδυσσέας του Τζόυς . Αυτά τα λίγα πρόχειρα ….
Ας αφεθώ στον τρόμο του Ομήρου:
«Τοίσι δε και μετέειπε Θεοκλύμενος θεοειδής.
Α δειλοί τι κακόν πάσχετε; Νυκτί μεν υμέων
Ειλύαται κεφαλαί τε πρόσωπα τε νέρθε τε γούνα,
Οιμωγή δε δέδηε, δεδάκρυνται δε παρειαί
Αίματι δ’ ερράδαται τοίχοι καλαί τε μεσόδμαι.
Ειδώλων δε πλέον πρόθυρον , πλείη δε και αυλή
ιεμένων ερεσβόσδε υπό ζόφον . Ηέλιος δε
ουρανού εξαπόλωλε , κακή δ’ επιδέδρομεν αχλύς…» (Υ 350-357)
Τότε ο Θεοκλύμενος , θεόμορφος στην όψη .
Α ! δύστυχοι τι συμφορά σας καρτερεί. Σκοτάδι
κυκλώνει τα κεφάλια σας , τα πρόσωπα, τα πόδια,
Άναψε ο θρήνος , τα δάκρυα να στα μάγουλα σας τρέχουν
Και τα ωραία μεσόστυλα κι οι τοίχοι στάζουν αίμα.
Γεμάτο είναι το πρόσπιτο κι όλη η αυλή από ήσκιους
νεκρών , που μεσ’ στ’ ανήλιαγο σκοτάδι όλο και τρέχουν.
Χάθηκε ο ήλιος , πλάκωσε παντού πηχτή θολούρα…»
(μετάφραση Ζήσιμου Σιδέρη)
Ας αφεθώ στον τρόμο του Ομήρου:
«Τοίσι δε και μετέειπε Θεοκλύμενος θεοειδής.
Α δειλοί τι κακόν πάσχετε; Νυκτί μεν υμέων
Ειλύαται κεφαλαί τε πρόσωπα τε νέρθε τε γούνα,
Οιμωγή δε δέδηε, δεδάκρυνται δε παρειαί
Αίματι δ’ ερράδαται τοίχοι καλαί τε μεσόδμαι.
Ειδώλων δε πλέον πρόθυρον , πλείη δε και αυλή
ιεμένων ερεσβόσδε υπό ζόφον . Ηέλιος δε
ουρανού εξαπόλωλε , κακή δ’ επιδέδρομεν αχλύς…» (Υ 350-357)
Τότε ο Θεοκλύμενος , θεόμορφος στην όψη .
Α ! δύστυχοι τι συμφορά σας καρτερεί. Σκοτάδι
κυκλώνει τα κεφάλια σας , τα πρόσωπα, τα πόδια,
Άναψε ο θρήνος , τα δάκρυα να στα μάγουλα σας τρέχουν
Και τα ωραία μεσόστυλα κι οι τοίχοι στάζουν αίμα.
Γεμάτο είναι το πρόσπιτο κι όλη η αυλή από ήσκιους
νεκρών , που μεσ’ στ’ ανήλιαγο σκοτάδι όλο και τρέχουν.
Χάθηκε ο ήλιος , πλάκωσε παντού πηχτή θολούρα…»
(μετάφραση Ζήσιμου Σιδέρη)
Tuesday, August 24, 2010
ΨΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ
Θυμάμαι το νανούρισμα, γριά μάνα, κάποια βράδια
στα χέρια σα με κοίμιζες αγνάντια στη φωτιά.
«Κοιμήσου γυιέ: παράγγειλα στην Πόλη τα πετράδια
τα ρούχα σου στη Βενετιά. »
Ώρες καλές, μανούλα μου: μ’ αφήκες γελασμένο.
Κι όπως βρισκόμουν, κ έμεινα στην πλάνα σου αγκαλιά.
Χρόνια….και χρόνια πέρασαν. Κι ακόμα την προσμένω
την ψεύτικη παραγγελιά
ΝΙΚΟΣ ΠΕΤΙΜΕΖΑΣ - ΛΑΥΡΑΣ (1873-1952)
στα χέρια σα με κοίμιζες αγνάντια στη φωτιά.
«Κοιμήσου γυιέ: παράγγειλα στην Πόλη τα πετράδια
τα ρούχα σου στη Βενετιά. »
Ώρες καλές, μανούλα μου: μ’ αφήκες γελασμένο.
Κι όπως βρισκόμουν, κ έμεινα στην πλάνα σου αγκαλιά.
Χρόνια….και χρόνια πέρασαν. Κι ακόμα την προσμένω
την ψεύτικη παραγγελιά
ΝΙΚΟΣ ΠΕΤΙΜΕΖΑΣ - ΛΑΥΡΑΣ (1873-1952)
Monday, August 23, 2010
ΑΝΑΤΟΛΗ - ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
(πίνακας του Claude Monet)
Κύκνοι αργοτραβάν ελεφαντόβαρκες,
και ειν' αχατοστάλαχτες οι αχτίδες,
κοραλλένια είναι τα στέφανα
σε κεχριμπαρόφεγγες πλεξίδες.
Μαργαρένια λίμνη ονειροζή
νούφαρα κι' υδροχαρίδες.
Γύρω από πιότά μελίχρυσα μεθάν
ξωτικές γαλανοφρύδες.
Αντρειωμένοι καβαλλάρηδες
φεύγουν σέρνοντας πεντάμορφες...
Σαϊτευτής προβάλλεις όμως
και τα πλήθια μάγια καταλείς,
κι ένα μάγο αφήνεις μας, το φως,
ο θεός ο αρματοδρόμος!
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ "Η ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΖΩΗ"
Sunday, August 22, 2010
ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΦΩΣ - ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΡΥΠΑΡΗΣ
Μεσουρανίς η ολόφεγγη η Σελήνη
λαμποκοπά κι αστράφτει πέρα ως πέρα.
Το φως της, μες στον έρημον αιθέρα,
της νύχτας όλα τ' άλλα φώτα σβήνει.
Μα εκεί βαθιά που ροδοφέγγει η μέρα,
όταν μικρή ζωή στη νύχτα μείνει
έν' άστρο λίγο, μα δικό του χύνει
φως τρέμιο από την άγνωστή του σφαίρα.
Κι' είπα: τέτοιο καλό μακριά ' πο μένα
αφού κοντά σε μεγαλεία ξένα
ό,τι σιμώνει το δικό του χάνει,
Καλλίτερα μακριά και μοναχός μου !
σε μιά άγνωστη κρυφή γωνιά του κόσμου
λίγο, μα και δικό μου φως , με φτάνει
ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΡΥΠΑΡΗΣ "ΣΚΑΡΑΒΑΙΟΙ ΚΑΙ ΤΕΡΡΑΚΟΤΕΣ"
Saturday, August 21, 2010
«ΕΝΔΟΓΡΑΜΜΑ» - ΔΗΜΗΤΡΗΣ Π. ΚΡΑΝΙΩΤΗΣ
Η ποιητική συλλογή «ΕΝΔΟΓΡΑΜΜΑ» του Δημήτρη Π. Κρανιώτη (εκδόσεις ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ – ΠΑΙΔΕΙΑ 2010) αποκαλύπτει - από τον τίτλο της ακόμη – τη δύναμη των λέξεων ν’ αφήνουν στην ψυχή μας τ’ αποτυπώματά τους. Το «ενδόγραμμα» μπορεί να νοηθεί : α) ως «εκτύπωμα» του λόγου στον εύπλαστο αλλά και εύθραυστο πηλό κάθε ευαίσθητης ψυχής και β) ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης του εξωτερικού κόσμου και της εσωτερικής δύναμης κάθε ανθρώπου. ‘Ένα «γράμμα» προιόν ή εύρημα της ανασκαφής στα βάθη του εαυτού μας. Κατά την υπόδειξη του Μάρκου Αυρήλιου « Τα εις εαυτόν , Ζ 59» « Ένδον σκάπτε. Ενδον η πηγή του αγαθού και αεί δυναμένη αναβλύειν εάν αεί σκάπτης» (Σκάψε μέσα σου. Μέσα σου βρίσκεται η πηγή του καλού και μπορεί να αναβλύζει πάντοτε, άν πάντοτε σκάβεις)
Ο Δημήτρης Κρανιώτης με ποιήματα που φέρουν το «εκτύπωμα» αυτό και είναι έργα της αδιάκοπης εσωτερικής πορείας και έρευνας του ποιητή , μας δίνει το κλειδί που ανοίγει την ψυχή μας.
Λίγα δείγματα από τη συλλογή του αυτή :
Αμαρτωλές γωνίες
«Νίκωνος Μετανοείτε»
στο ημερολόγιο
συννεφιασμένου πρωινού
με τη βροχή ν’ αντέχει,
αμετανόητα να ξεπλένει
ενοχών Ερινύες
νίκες και ήττες
σε αμαρτωλές γωνίες
πεζοδρομίων και δωματίων,
στιγμών ελασσόνων
και ομοίων.
Αποχαιρετισμός
Με λερωμένες
τις παλάμες μου
απ’ των χωραφιών
τις λάσπες,
αποχαιρέτησα
πουλιά που πετούν
στου ήλιου τα μονοπάτια,
αγγίζοντας ένα σύννεφο
που έβρεχε ασταμάτητα
πλημμυρίζοντας
τα στάχια όλο δάκρυα
Κύκλος
Σχίζω το ημερολόγιο
μη θέλοντας
να διαβώ τις ώρες,
μη θέλοντας
να σκοντάψω στις μέρες
του κύκλου
που με φυλακίζει,
πνίγοντας
ότι ωραίο
φώναξα δυνατά
μέσα μου
Ο Δημήτρης Κρανιώτης με ποιήματα που φέρουν το «εκτύπωμα» αυτό και είναι έργα της αδιάκοπης εσωτερικής πορείας και έρευνας του ποιητή , μας δίνει το κλειδί που ανοίγει την ψυχή μας.
Λίγα δείγματα από τη συλλογή του αυτή :
Αμαρτωλές γωνίες
«Νίκωνος Μετανοείτε»
στο ημερολόγιο
συννεφιασμένου πρωινού
με τη βροχή ν’ αντέχει,
αμετανόητα να ξεπλένει
ενοχών Ερινύες
νίκες και ήττες
σε αμαρτωλές γωνίες
πεζοδρομίων και δωματίων,
στιγμών ελασσόνων
και ομοίων.
Αποχαιρετισμός
Με λερωμένες
τις παλάμες μου
απ’ των χωραφιών
τις λάσπες,
αποχαιρέτησα
πουλιά που πετούν
στου ήλιου τα μονοπάτια,
αγγίζοντας ένα σύννεφο
που έβρεχε ασταμάτητα
πλημμυρίζοντας
τα στάχια όλο δάκρυα
Κύκλος
Σχίζω το ημερολόγιο
μη θέλοντας
να διαβώ τις ώρες,
μη θέλοντας
να σκοντάψω στις μέρες
του κύκλου
που με φυλακίζει,
πνίγοντας
ότι ωραίο
φώναξα δυνατά
μέσα μου
Friday, August 20, 2010
FAUST
Mein Liebchen, wer darf sagen:
Ich glaube an Gott?
Magst Priester odewr Weise fragen
und ihre Antwort scheint nur Spott
ueber den Frager zh sein
Goethe "FAUST"
-Ποιός καλή μου θα τολμήσει
να πει πως στο Θεό πιστεύει;
Είτε παπάδες ή σοφούς ρωτήσεις
η απόκριση τους θα ' ναι μόνο χλεύη
στο ρώτημά μου
(μετ. Κ. Χατζόπουλος)
Thursday, August 19, 2010
ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΑΧ.ΠΑΡΑΣΧΟΥ
Ακρόπολις 4/11/1883
Μεθ’ υπερηφανείας ανακοινούμεν εις τους ημετέρους αναγνώστας ανέκδοτον ποίημα του Αχιλλέως Παράσχου , περιελθόν εις γνώσιν μας. Το ποίημα δεν εγράφη δια στίχων, ουδέ καν εγράφη , και όμως μοσχοβολεί την ωραιοτέραν ποίησιν. Είνε δε το εξής : Ο Εθνικός ημών ποιητής προσεκλήθη εν Βουκουρεστίω υπό του βαθυπλούτου Ρωμούνου πρίγκιπος Σούτσου εις πολυτελέστατον γεύμα . Μετά το τέλος του γεύματος προσήνεγκεν εις τον ποιητήν ο πρίγγιψ ως ενθύμηση την εικόνα του , της οποίας το πλαίσιον απετέλουν 10.000 φράγκων . Αλλ’ ο Αχιλλεύς Παράσχος επέστρεψε τω δωρητή το χρυσίον , κρατήσας ως μόνον χρυσόν την εικόνα, διότι είπεν, αν και είναι ποιητής και υπόκειται εις ανάγκας , γνωρίζει να αγαπά τους φίλους και άνευ συμφέροντος
Μεθ’ υπερηφανείας ανακοινούμεν εις τους ημετέρους αναγνώστας ανέκδοτον ποίημα του Αχιλλέως Παράσχου , περιελθόν εις γνώσιν μας. Το ποίημα δεν εγράφη δια στίχων, ουδέ καν εγράφη , και όμως μοσχοβολεί την ωραιοτέραν ποίησιν. Είνε δε το εξής : Ο Εθνικός ημών ποιητής προσεκλήθη εν Βουκουρεστίω υπό του βαθυπλούτου Ρωμούνου πρίγκιπος Σούτσου εις πολυτελέστατον γεύμα . Μετά το τέλος του γεύματος προσήνεγκεν εις τον ποιητήν ο πρίγγιψ ως ενθύμηση την εικόνα του , της οποίας το πλαίσιον απετέλουν 10.000 φράγκων . Αλλ’ ο Αχιλλεύς Παράσχος επέστρεψε τω δωρητή το χρυσίον , κρατήσας ως μόνον χρυσόν την εικόνα, διότι είπεν, αν και είναι ποιητής και υπόκειται εις ανάγκας , γνωρίζει να αγαπά τους φίλους και άνευ συμφέροντος
Wednesday, August 18, 2010
ΝΑ ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Εκ Παρισίων Δώρον πρωτοφανές : - Ο Βίκτωρ Ουγγώ εδέχθη προ ημερών εν τη οικία του την εξής παράδοξον επίσκεψιν . Πρεσβεία συγκειμένη εκ τεσσάρων Μορμόνων παρουσιάσθη όπως τω προσφέρη δύο εκ των ωραιοτέρων κορασίων της φυλής των Μορμόνων, παρακαλούσα συγχρόνως τον μέγαν ποιητήν να τας δεχθή ως γυναίκας του ! Ο Ουγγώ έμεινεν , εννοείται, έκθαμβος εκ του δώρου τούτου και εξέφρασε την έκπληξίν του τω αρχηγώ της πρεσβείας , όστις όμως τω απήντησεν απλούστατα ότι οι Μορμόνοι εννοούν και καλά να έχουν απογόνους του μεγάλου ποιητού! ….Ο λόγος αυτός, όστις βεβαίως θα εθεωρείτο άριστος παρά του ποιητού εις άλλην εποχήν , τω απήρεσεν ήδη , και ούτως η πρεσβεία ανεχώρησεν μετά των δύο κορασίων – λέξις σπανιωτάτης χρήσεως ενταύθα – τα οποία είχεν εκλέξει ο μέγας των Μορμόνων ιερεύς δια να κάμουν Ουγγάκια. Να τι θα πή να ήνε κανείς ποιητής!
(ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ 13/11/1883)
Friday, April 23, 2010
IMMORTALITY
Among the April woods
deeper and deeper
-embarrassed not afraid –
I told my soul to sing.
A murmur in the trees…
My lips just hold the name :
“Immortality”
GEORGE C. ANYFANTIS
deeper and deeper
-embarrassed not afraid –
I told my soul to sing.
A murmur in the trees…
My lips just hold the name :
“Immortality”
GEORGE C. ANYFANTIS
Sunday, April 04, 2010
Η ΠΙΣΤΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ (αποσπάσματα)
1. Μέσα στην Ανάσταση του Ιησού, στη νίκη κατά του θανάτου, κρύβεται εξιδανικευμένος και λυτρωμένος ο καημός του ανθρώπου για το εφήμερο της ζωής
2. Αν θελήσουμε να ερευνήσουμε σε τι βασίζεται ψυχολογικά η χριστιανική θρησκεία , θα ιδούμε αμέσως ότι δύο είναι οι δοξασίες που καθορίζουν τη φυσιογνωμία της: ο νόμος της αγάπης και η ανάσταση των νεκρών, Το πρώτο αποτελεί μια προσφορά στην κοινωνική πραγματικότητα, το δεύτερο μιαν εποικοδομητική επαγγελία, προορισμένη να στηρίξει , μέσα στην ενδόμυχα ιδιωτική σφαίρα, την πορεία της ζωής.
3. Η θεμελίωση της θρησκείας του Χριστού έχει γίνει με πλήρη συνείδηση ότι το δράμα, άρα το κρίσιμο πρόβλημα βρίσκεται στο εντεύθεν , όχι στο επέκεινα
4. Το φοβερό του θανάτου δεν είναι μόνον ότι δείχνει τη ζωή πρόσκαιρη. Είναι κι’ ότι μοιάζει να την αφήνει αδικαίωτη, αφού την παρουσιάζει απατηλή, Έπρεπε να πολεμηθεί αυτό ακριβώς το ψυχοφθόρο αίσθημα. Η κραυγή του Αποστόλου γίνεται εδώ γοερή «Ει δε ανάστασις νεκρών ουκ εστίν , ουδέ Χριστός εγήγερται. Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται , κενόν άρα το κήρυγμα ημών , κενή και η πίστις υμών.» Είναι δραματική η λογική αλληλουχία των συλλογισμών σ’ αυτό το χωρίο.
5. Μέσα στον αποκαλυπτικό οραματισμό του Χριστιανισμού οι απανωτές γενιές των ζωντανών δεν κάνουν τίποτ’ άλλο παρά να γεννάνε, υπομονετικά σκυμμένες, έναν ωκεανό από νεκρούς , που θα φουσκώσει ξαφνικά και θα παφλάσει νικηφόρος.
6. Αλλά γιατί ν’ απορούμε που ο θάνατος ως ιδέα, υπό ομαλές συνθήκες, έχει τόση δραστικότητα και υπονομεύει το ηθικό μας; Ο άνθρωπος βλέπει τον κόσμο από μια και μόνον οπτική γωνία που του είναι υποχρεωτική: τον εαυτό του. Απώλεια του εαυτού του ίσον απώλεια του κόσμου.
7. Και ο θάνατος είναι σε τελευταία ανάλυση, μια έννοια υποκειμενική. Δεν έχουμε λοιπόν μόνο το ψυχολογικό απαράδεκτο που αντιστρατεύεται το νόμο του θανάτου. Έχουμε και το αδιανόητο. Μαζί και τα δύο, προκαλούν την αυτόματη εξέγερση.
8. Για τον άνθρωπο του καιρού μας, η πίστη του Πάσχα έχει γίνει θρησκευτική και κοινωνική γιορτή, έθιμο, αλλά χωρίς εσωτερικό νόημα. Ο θάνατος σε μια εξοντωτική αντεπίθεση ξανακέρδισε τις παλιές του θέσεις.
9. Μιλάνε για ηθική κρίση με οποιαδήποτε αφορμή, για ψύλλου πήδημα και δεν βλέπουν την αληθινή, τη βαθύτατη κρίση που μαστίζει τις ψυχές των ανθρώπων. Εκείνην που τους κάνει να χαροκοπούν , ν’ αδιαφορούν, να ξοδεύονται , να σπαταλιούνται, να φτηναίνουν, να εξοντώνονται, ν’ αποδιοργανώνονται , δίχως αισθητό λόγο, και που δεν αποβλέπει παρά μόνο στο να γεμίσει το φοβερό, το μαύρο κενό… Ποτέ οι στοχασμοί του Πασκάλ για τη «διασκέδαση» δεν ήταν τόσο επίκαιροι. Μέσα στο στρόβιλο της βακχείας μας , σβήσαμε όλες τις λαμπάδες του Πάσχα
ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
Από το βιβλίο του «ΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΟΥ ΚΑΪΝ»
Saturday, April 03, 2010
ΣΤ ΟΣΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ
Στ’ όσιου Λουκά το μοναστήρι , απ’ όσες
γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν
τον Επιτάφιο να στολίσουν , κι όσες
μοιρολογήτρες ώσμε του Μεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχάστη – έτσι γλυκά θρηνούσαν ! –
πως κάτου απ’ τους ανθούς , τα’ ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα
και πόνεσε βαθιά ;
Γιατί κι’ ο πόνος
στα ρόδα μέσα , κι’ ο Επιτάφιος Θρήνος,
κ’ οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ’ του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
το νού τους στης Ανάστασης το θάμα,
και του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!
Αλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου
την ώρα π’ απ’ την Άγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τα’ άλλα ως κάτου
κι’ απ’ τα’ Άγιο Βήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ώσμε την ξώπορτα , όλοι κι’ όλες
ανατρίχιαξαν π’ άκουσαν στη μέση
απ’ τα «Χριστός Ανέστη» μιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει : «Γιώργαινα ο Βαγγέλης!»
Και να ο λεβέντης του χωριού , ο Βαγγέλης
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Βαγγέλης
που τον λόγιαζαν όλοι για χαμένο
στον πόλεμο . Και στεκόταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κοιτάζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι, τον κοιτάζαν,
το χορευτή που τράνταζα τα’ αλώνι
του Στειριού, μια στη όψη, μια στο πόδι,
που ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!
Και τότε – μάρτυράς μου να’ ναι ο στίχος
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος –
απ’ το στασίδι που μουνα στημένος
ξαντίκρισα τη μάνα, απ’ το κεφάλι
πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει
σκυφτή και ν’ αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
- έτσι όπως το είδα ο στίχος μου το γράφει
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος –
και να σύρει απ’ τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιμο « Μάτια μου….Βαγγέλη !»
Κι ακόμα μάρτυράς μου να’ ναι ο στίχος
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος –
ξοπίσωθέ της, όσες μαζευτήκαν
από το βράδυ της Μεγάλης Πέφτης,
νανουριστά, θαμπά για να θρηνήσουν
τον πεθαμένον Άδωνη, κρυμμένο
μες στα λουλούδια, τώρα να ξεσπάσουν
μαζί την αξεθύμαστη του τρόμου
κραυγή που, ως το σκοτάδι που κρατιόμουν,
ένας πέπλος μου σκέπασε τα μάτια.
γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν
τον Επιτάφιο να στολίσουν , κι όσες
μοιρολογήτρες ώσμε του Μεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχάστη – έτσι γλυκά θρηνούσαν ! –
πως κάτου απ’ τους ανθούς , τα’ ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα
και πόνεσε βαθιά ;
Γιατί κι’ ο πόνος
στα ρόδα μέσα , κι’ ο Επιτάφιος Θρήνος,
κ’ οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ’ του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
το νού τους στης Ανάστασης το θάμα,
και του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!
Αλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου
την ώρα π’ απ’ την Άγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τα’ άλλα ως κάτου
κι’ απ’ τα’ Άγιο Βήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ώσμε την ξώπορτα , όλοι κι’ όλες
ανατρίχιαξαν π’ άκουσαν στη μέση
απ’ τα «Χριστός Ανέστη» μιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει : «Γιώργαινα ο Βαγγέλης!»
Και να ο λεβέντης του χωριού , ο Βαγγέλης
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Βαγγέλης
που τον λόγιαζαν όλοι για χαμένο
στον πόλεμο . Και στεκόταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κοιτάζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι, τον κοιτάζαν,
το χορευτή που τράνταζα τα’ αλώνι
του Στειριού, μια στη όψη, μια στο πόδι,
που ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!
Και τότε – μάρτυράς μου να’ ναι ο στίχος
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος –
απ’ το στασίδι που μουνα στημένος
ξαντίκρισα τη μάνα, απ’ το κεφάλι
πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει
σκυφτή και ν’ αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
- έτσι όπως το είδα ο στίχος μου το γράφει
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος –
και να σύρει απ’ τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιμο « Μάτια μου….Βαγγέλη !»
Κι ακόμα μάρτυράς μου να’ ναι ο στίχος
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος –
ξοπίσωθέ της, όσες μαζευτήκαν
από το βράδυ της Μεγάλης Πέφτης,
νανουριστά, θαμπά για να θρηνήσουν
τον πεθαμένον Άδωνη, κρυμμένο
μες στα λουλούδια, τώρα να ξεσπάσουν
μαζί την αξεθύμαστη του τρόμου
κραυγή που, ως το σκοτάδι που κρατιόμουν,
ένας πέπλος μου σκέπασε τα μάτια.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ "ΛΥΡΙΚΟΣ ΒΙΟΣ"
Saturday, March 06, 2010
ΑΧΙΝΟΣ
Την ποίηση, αν δεν υποχωρεί,
μπορείς να τη βιάσεις,
δεν είναι δα πρωτόβγαλτη παρθένα
έχει ασκηθεί στην πονηριά και την υποκρισία.
Χρόνια και χρόνια σου ορκιζόταν
αιώνια πίστη κι αφοσίωση
καταβροχθίζοντας κομμάτια απ' τη ζωή σου
για μιά παραίσθηση, για μιά παραφορά,
που τελικά κατέληγε σε κλάμα...
Και τώρα
τάχα δε σ' αναγνωρίζει...
Σε προσπερνά γυρνώντας το κεφάλι,
με αμούστακα αγοράκια χαριεντίζεται,
ανύποπτες παιδούλες ξεμυαλίζει -
Ου να χαθεί ! Δε θα της κάνω το χατήρι,
δε θα την πιάσω απ' τα μαλλιά,
το αραχνούφαντό της δε θα σκίσω...
Ξέρω το βρίσκεται απο κάτω,
τί ματαιότης εγκοσμίων σαρκάζει,
ποιά τρύπα καιροφυλακτεί
-ένδοξους κι άδοξους, μεγάλους και μικρούς -
σαν μαύρος αχινός
να μας ρουφήξει.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ
"ΑΛΜΠΟΥΜ ΑΠΟΚΟΜΜΑΤΩΝ"
Sunday, February 14, 2010
ΔΙΣΚΟΙ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΟΦΩΝΟΥ
Monday, January 04, 2010
Ο Ιησούς εγκαταλείπει τον πατέρα του
Βρήκα χτες βράδυ το Χριστό, ρακένδυτο,
σε μια γωνιά να ζητιανεύει.
Ήταν ισχνός και κάτωχρος,
μες στο δριμύ ψύχος του φετινού χειμώνα,
αξύριστος, τα δόντια του χτυπούσαν,
βήχας φριχτός
του ξέσκιζεν αλύπητα το στήθος.
Καθήσαμε σ’ ένα παγκάκι
κι έβγαλα κονιάκ από το πανωφόρι μου
και του δωσα.
Μάλωσα με το γέρο μου, αδερφέ μου,
τα βρόντηξα όλα
και όπως τώρα
στου λιμανιού τα στέκια αυτά τη βγάζω
μου είπε, και μου ζήτησε τσιγάρο.
ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ
(ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1956-1993)
σε μια γωνιά να ζητιανεύει.
Ήταν ισχνός και κάτωχρος,
μες στο δριμύ ψύχος του φετινού χειμώνα,
αξύριστος, τα δόντια του χτυπούσαν,
βήχας φριχτός
του ξέσκιζεν αλύπητα το στήθος.
Καθήσαμε σ’ ένα παγκάκι
κι έβγαλα κονιάκ από το πανωφόρι μου
και του δωσα.
Μάλωσα με το γέρο μου, αδερφέ μου,
τα βρόντηξα όλα
και όπως τώρα
στου λιμανιού τα στέκια αυτά τη βγάζω
μου είπε, και μου ζήτησε τσιγάρο.
ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ
(ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1956-1993)
Subscribe to:
Posts (Atom)