Βρήκα χτες βράδυ το Χριστό, ρακένδυτο,
σε μια γωνιά να ζητιανεύει.
Ήταν ισχνός και κάτωχρος,
μες στο δριμύ ψύχος του φετινού χειμώνα,
αξύριστος, τα δόντια του χτυπούσαν,
βήχας φριχτός
του ξέσκιζεν αλύπητα το στήθος.
Καθήσαμε σ’ ένα παγκάκι
κι έβγαλα κονιάκ από το πανωφόρι μου
και του δωσα.
Μάλωσα με το γέρο μου, αδερφέ μου,
τα βρόντηξα όλα
και όπως τώρα
στου λιμανιού τα στέκια αυτά τη βγάζω
μου είπε, και μου ζήτησε τσιγάρο.
ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ
(ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1956-1993)
Monday, January 04, 2010
Subscribe to:
Posts (Atom)