Friday, April 23, 2010

IMMORTALITY

Among the April woods
deeper and deeper
-embarrassed not afraid –
I told my soul to sing.
A murmur in the trees…
My lips just hold the name :
“Immortality”

GEORGE C. ANYFANTIS

Sunday, April 04, 2010

Η ΠΙΣΤΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ (αποσπάσματα)



1. Μέσα στην Ανάσταση του Ιησού, στη νίκη κατά του θανάτου, κρύβεται εξιδανικευμένος και λυτρωμένος ο καημός του ανθρώπου για το εφήμερο της ζωής

2. Αν θελήσουμε να ερευνήσουμε σε τι βασίζεται ψυχολογικά η χριστιανική θρησκεία , θα ιδούμε αμέσως ότι δύο είναι οι δοξασίες που καθορίζουν τη φυσιογνωμία της: ο νόμος της αγάπης και η ανάσταση των νεκρών, Το πρώτο αποτελεί μια προσφορά στην κοινωνική πραγματικότητα, το δεύτερο μιαν εποικοδομητική επαγγελία, προορισμένη να στηρίξει , μέσα στην ενδόμυχα ιδιωτική σφαίρα, την πορεία της ζωής.

3. Η θεμελίωση της θρησκείας του Χριστού έχει γίνει με πλήρη συνείδηση ότι το δράμα, άρα το κρίσιμο πρόβλημα βρίσκεται στο εντεύθεν , όχι στο επέκεινα

4. Το φοβερό του θανάτου δεν είναι μόνον ότι δείχνει τη ζωή πρόσκαιρη. Είναι κι’ ότι μοιάζει να την αφήνει αδικαίωτη, αφού την παρουσιάζει απατηλή, Έπρεπε να πολεμηθεί αυτό ακριβώς το ψυχοφθόρο αίσθημα. Η κραυγή του Αποστόλου γίνεται εδώ γοερή «Ει δε ανάστασις νεκρών ουκ εστίν , ουδέ Χριστός εγήγερται. Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται , κενόν άρα το κήρυγμα ημών , κενή και η πίστις υμών.» Είναι δραματική η λογική αλληλουχία των συλλογισμών σ’ αυτό το χωρίο.

5. Μέσα στον αποκαλυπτικό οραματισμό του Χριστιανισμού οι απανωτές γενιές των ζωντανών δεν κάνουν τίποτ’ άλλο παρά να γεννάνε, υπομονετικά σκυμμένες, έναν ωκεανό από νεκρούς , που θα φουσκώσει ξαφνικά και θα παφλάσει νικηφόρος.

6. Αλλά γιατί ν’ απορούμε που ο θάνατος ως ιδέα, υπό ομαλές συνθήκες, έχει τόση δραστικότητα και υπονομεύει το ηθικό μας; Ο άνθρωπος βλέπει τον κόσμο από μια και μόνον οπτική γωνία που του είναι υποχρεωτική: τον εαυτό του. Απώλεια του εαυτού του ίσον απώλεια του κόσμου.

7. Και ο θάνατος είναι σε τελευταία ανάλυση, μια έννοια υποκειμενική. Δεν έχουμε λοιπόν μόνο το ψυχολογικό απαράδεκτο που αντιστρατεύεται το νόμο του θανάτου. Έχουμε και το αδιανόητο. Μαζί και τα δύο, προκαλούν την αυτόματη εξέγερση.

8. Για τον άνθρωπο του καιρού μας, η πίστη του Πάσχα έχει γίνει θρησκευτική και κοινωνική γιορτή, έθιμο, αλλά χωρίς εσωτερικό νόημα. Ο θάνατος σε μια εξοντωτική αντεπίθεση ξανακέρδισε τις παλιές του θέσεις.

9. Μιλάνε για ηθική κρίση με οποιαδήποτε αφορμή, για ψύλλου πήδημα και δεν βλέπουν την αληθινή, τη βαθύτατη κρίση που μαστίζει τις ψυχές των ανθρώπων. Εκείνην που τους κάνει να χαροκοπούν , ν’ αδιαφορούν, να ξοδεύονται , να σπαταλιούνται, να φτηναίνουν, να εξοντώνονται, ν’ αποδιοργανώνονται , δίχως αισθητό λόγο, και που δεν αποβλέπει παρά μόνο στο να γεμίσει το φοβερό, το μαύρο κενό… Ποτέ οι στοχασμοί του Πασκάλ για τη «διασκέδαση» δεν ήταν τόσο επίκαιροι. Μέσα στο στρόβιλο της βακχείας μας , σβήσαμε όλες τις λαμπάδες του Πάσχα



ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ

Από το βιβλίο του «ΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΟΥ ΚΑΪΝ»

Saturday, April 03, 2010

ΣΤ ΟΣΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ


Στ’ όσιου Λουκά το μοναστήρι , απ’ όσες
γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν
τον Επιτάφιο να στολίσουν , κι όσες
μοιρολογήτρες ώσμε του Μεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχάστη – έτσι γλυκά θρηνούσαν ! –
πως κάτου απ’ τους ανθούς , τα’ ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα
και πόνεσε βαθιά ;
Γιατί κι’ ο πόνος
στα ρόδα μέσα , κι’ ο Επιτάφιος Θρήνος,
κ’ οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ’ του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
το νού τους στης Ανάστασης το θάμα,
και του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!

Αλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου
την ώρα π’ απ’ την Άγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τα’ άλλα ως κάτου
κι’ απ’ τα’ Άγιο Βήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ώσμε την ξώπορτα , όλοι κι’ όλες
ανατρίχιαξαν π’ άκουσαν στη μέση
απ’ τα «Χριστός Ανέστη» μιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει : «Γιώργαινα ο Βαγγέλης!»

Και να ο λεβέντης του χωριού , ο Βαγγέλης
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Βαγγέλης
που τον λόγιαζαν όλοι για χαμένο
στον πόλεμο . Και στεκόταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κοιτάζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι, τον κοιτάζαν,
το χορευτή που τράνταζα τα’ αλώνι
του Στειριού, μια στη όψη, μια στο πόδι,
που ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!

Και τότε – μάρτυράς μου να’ ναι ο στίχος
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος –
απ’ το στασίδι που μουνα στημένος
ξαντίκρισα τη μάνα, απ’ το κεφάλι
πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει
σκυφτή και ν’ αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
- έτσι όπως το είδα ο στίχος μου το γράφει
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος –
και να σύρει απ’ τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιμο « Μάτια μου….Βαγγέλη !»

Κι ακόμα μάρτυράς μου να’ ναι ο στίχος
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος –
ξοπίσωθέ της, όσες μαζευτήκαν
από το βράδυ της Μεγάλης Πέφτης,
νανουριστά, θαμπά για να θρηνήσουν
τον πεθαμένον Άδωνη, κρυμμένο
μες στα λουλούδια, τώρα να ξεσπάσουν
μαζί την αξεθύμαστη του τρόμου
κραυγή που, ως το σκοτάδι που κρατιόμουν,
ένας πέπλος μου σκέπασε τα μάτια.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
"ΛΥΡΙΚΟΣ ΒΙΟΣ"