Friday, February 29, 2008

ΟΙ ΘΕΡΙΣΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ (VΙΙΙ)



(Auto Da fe)

Θα κάψω τα βιβλία μου,
τις τυπωμένες λέξεις,
τις αρχαίες φωνές π’ αλυχτούν
στα τρίστρατα του λόγου.
Μονάχος κι ολόγυμνος
με μια κλωστή από φως
στα δάχτυλά μου
ν ‘ ανεβώ στην πυρά,
να γίνω στάχτη,
γλώσσα του καπνού,
στον παγωμένον ουρανό
της λήθης.
ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ

Thursday, February 28, 2008

ΟΙ ΘΕΡΙΣΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ (VΙΙ)


Περνώντας και φεύγοντας
αποστηθίζω το φως,
τους κρυστάλλινους ήχους
τ’ ανθισμένα κλαδιά,
τις λέξεις που καίγονται
στις προσευχές του κόσμου.
Γυμνός και ακίνητος
στη σινδόνη των στίχων.
Το νόμισμα στη γλώσσα
ψίθυροι της αγάπης .
ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ

Wednesday, February 27, 2008

ΟΙ ΘΕΡΙΣΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ (VΙ)


Η μέρα χαμήλωνε.
Κρεμόταν απ’ τα φύλλα
ένα βαθύτερο φως.
Καθισμένος στις πέτρες
με τη σμίλη της μνήμης μου
σκάλιζα επιτύμβιες στήλες.
Πράγματα δίχως λέξεις
τα περιττά του κόσμου.
Με άκουγε το χώμα
μυρίζοντας άβυσσο…

ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ

Wednesday, February 20, 2008

ΟΙ ΘΕΡΙΣΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ (V)


Στα φύλλα των ημερών
Σου γράφω τη λύπη μου
μ’ ένα κομμάτι νύχτας.
Το αίμα μου καίγεται
ψηλαφώντας τις λέξεις.
Αμέτρητες καμπάνες
κραυγάζουν τ’ όνομά Σου.
Μοίρασε την ελπίδα!
Λύτρωσε τη μοίρα μου!
Σβύσε τους στίχους!
Να στάξει φως ο ουρανός
στις κορυφές του κόσμου.
ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ

Tuesday, February 19, 2008

ΦΙΝΑΛΕ



Το τελευταίο πιόνι σου θα πέσει.
Θριαμβικά των μαύρων η στρατιά
- δίδυμοι πύργοι , βασιλιάς στη μέση-
θα προχωρά μ' αγέρωχη ματιά.
----------
Το φως θα λιγοστεύει και θα σβήνει,
της ύπαρξης παιγνίδι και φωτιά.
Μοίρα τ' ανθρώπου: Πίκρα και οδύνη
πεσσών που επιστρέφουν στα κουτιά.


ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ

(Από τη συλλογή "ΜΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΗ ΟΔΟΣ" )

Thursday, February 14, 2008

(Κυπαρίσσι)


Είμαι το κυπαρίσσι
Στου γκρεμού την άκρη
Με πότιζε μια βρύση
Το κρυφό μου δάκρι

Στέρεψε το δάκρι
Στέρεψε κι η βρύση
Ξερό το κυπαρίσσι
Στου γκρεμού την άκρη


ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΗΣ (1871-1952)

Ο ΚΙΣΣΟΣ


Ο μαύρος κι άχαρος κισσός – τον πόνο του τρυγώ
και λέω και μες στα στήθια μου ριζώνει
και λέω κι είμαι το χάλασμα το ραγισμένο εγώ
που ο μαύρος κι άχαρος κισσός το περιζώνει.

Μυριόριζος, μυριόκλωνος – ο πόνος που πονώ,
στείρα ζωή βυζαίνει από τον τοίχο
και δεν του παίρνει πνέοντας γλυκά απ’ τον ουρανό
έναν η αύρα ή στεναγμόν ή χαράς ήχο.

Τους δρόμους του απόσωσε το Φως τους μακρινούς
ώρα και θάβγουνε τα νυχτοπούλια
και ρόδα η δύση απλόχερα σκορπά στους ουρανούς
και στων βουνών τις κορυφές σκορπάει ζεμπούλια.

Και φτάνουν στα φυλλώματα του πένθιμου κισσού
κοπαδιαστοί οι σπουργίτες να κουρνιάσουν
κι από τη μέθη της ζωής και του ήλιου του χρυσού
μες σ’ ατρικύμιστη αγκαλιά να ξαποστάσουν.

Και τα ξελαρυγγίσματα σκορπίζουν τα στερνά,
τρελλά, ως που ο ύπνος φτάνει και τα πνίγει ,
ενώ ως τις ρίζες του κισσού τις τρίσβαθες περνά
μια ανατριχίλα απ’ της ζωής τη μέθη ολίγη.

Φουντώνει η νύχτα κι έρχουνται τριγύρω μου μια μια
Κι όλες μαζί απ’ αλάργου αρμενισμένες
σκιών σκιές οι ανάμνησες, στην άχαρή μου ερμιά
να φέρουν ψεύτικια παρηγοριά οι θλιμένες

Μάταια! ζει ποτέ η ζωή μ’ ανάμνησες που ζεί,
που θα ξυπνήσει και μ’ αυτές θα γείρει,
ενώ ολοτρόγυρα βροντά η μέθη όλη μαζί
απ’ της ζωής που ζει το πανηγύρι;

Ο μαύρος κι άχαρος κισσός, τον πόνο του τρυγώ
και λέω και μες στα στήθια μου ριζώνει
και λέω κι είμαι το χάλασμα το ραγισμένο εγώ
που ο μαύρος κι άχαρος κισσός το περιζώνει.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΡΥΠΑΡΗΣ (1870-1942)

ΤΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΑΚΙ


Το πράσινο αδερφέ μου κυπαρίσσι
που στης αυλής εφύτεψες τη μέση
το μάτι μου θερμά, τώχει αγαπήσει
κι όλη η ψυχή μου απάνω του έχει πέσει.

Πέρσυ η λιγνή κορφή του είχε μπορέσει
στο μέτωπο απαλά να με φιλήσει
ψηλότερη είναι εφέτο, μ’ έχει αφήσει
και πάει κορώνα τ’ άστρα να φορέσει…

Κι όταν για μένα έρθη ο καιρός οπού όντας
παραδομένος άτολμα στα χρόνια
φιλί δε θα προσμένω ούτε και χάδι,

θα χωριστούμε πλέον μια μέρα αιώνια:
Εκειό θα πάη το φώς αποζητώντας
κι εγώ θα κατεβαίνω στο σκοτάδι
Στέφανος Δάφνης (1882-1947)

Wednesday, February 13, 2008

ΟΙ ΘΕΡΙΣΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ (ΙV)




Ανάμεσα στους σταυρούς
μου ξέφυγεν ο χρόνος.
Η πλημμύρα των φύλλων
στο υγρό λιθόστρωτο
λικνίζει το σκοτάδι.
Βήματα στο χορτάρι,
παράπονο στα χείλη
η εσχάτη πλάνη,
το μέγα ψεύδος
της αθανασίας.
ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ

Monday, February 11, 2008

ΤΟΥ ΓΕΝΑΡΗ Η ΜΥΓΔΑΛΙΑ


Του Γενάρη η μυγδαλιά
με το λουλουδένιο μπούστο
παίζει μες στην αντηλιά
και το χιόνι κάνει γούστο.

Πιο μικρή της γειτονιάς,
σ’ ασπροκόκκινες γιρλάντες
την εσάλευε ο χιονιάς
τα πουλάκια από τις μπάντες

Κι η μαργιόλα η μυγδαλιά
παιγνιδιάρα κι όλο νάζι
να τους πλέξει τη φωλιά
τ’ άσπρο πούπουλο τινάζει

Κι ήταν μια τρελή χαρά
που φτερούγιζαν τα κλώνια
και που ανθίζαν τα φτερά
φως, πουλιά, λουλούδια , χιόνια,

που ούτε τόνιωσα το πώς
στην ψυχή μου είχαν ριζώσει
τα πουλάκια, ένας σκοπός,
και το χιόνι, ολόασπρη στρώση.

Κι έλεα νάχα μια καρδιά
σαν πουλάκι να τη στείλω
στα ολοκέντιστα κλαδιά
να μού φέρει ανθάκι, φύλλο.
Κι έλεα νάχα την κρυφή
της αυγής κι εγώ την τέχνη
που στεφάνι στην κορφή
το ηλιοφώς, χρυσό, της πλέχνει.

Κι έλεα νάμουν ο χιονιάς
Πες και πες και λίγο λίγο
τη μικρή της γειτονιάς
να την πάρω και να φύγω
Αθανάσιος Κυριαζής
(1888-1950)

ΜΙΜΗΣΗ


( ΧΑΡΙΣΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ Γ. ΔΡΟΣΙΝΗ)

Κάτου από μιαν αμυγδαλιά λευκή
πούχε τα χρώματα όλα του Γενάρη
θελήσαμε κι οι δύο περαστικοί
ένα κλαρί καθένας μας να πάρει

Είταν , εκείνη , τόσο ιδανική
κι ανατινάχτηκε με τέτοια χάρη
για να το σώσει, που με μιας εκεί
ασπρίσαν τα μαλλάκια της κι εχάρη….

Τα μπουμπουκάκια επέφτανε χαλάζι
- Σα τόκοψε να το σφιχταγκαλιάσει –
κι έτσι ανθοστόλιστη, είχε αναγαλλιάσει

Χωρίς την πικρομήνυτη χιονιά
που την ψυχή μας κάνει να δειλιάζει
η ξέγνοιαστη να νοιώσει , ομορφονιά…

Θέμος Αμούργης

(που να τον ανακαλύψουν τα φιλολογάκια...)

ΒΑΡΥΧΕΙΜΩΝΙΑ


Της γέρικης ελιάς αναταράζει
τη φυλλωσιά και τους ιστούς της λυώνει
σε φως , τα ασημοκαμωμένο χιόνι
καθώς , ηλιοπερίχυτο , σταλάζει.

Τώρα …. της γερατιάς της το μαράζι
οι πόθοι , οι ελπίδες της κι οι πόνοι
ως τα ασπροφύλλωμα , νυφούλα, απλώνει
μια ανάσταση αγροικά κι αναγαλλιάζει.

Και στην ψυχή της μέσα, απ’ όσα κλείνει
κάποιο όνειρο εζωντάνεψε, αναδίνει
και την γητεύει , τώρα , πλανερά

Έτσι έχουνε ψυχή μου και σε μένα
τα σάβανα παρόμοια ετοιμασμένα
κι ακόμα σύ πιστεύεις στη χαρά…

Θέμος Αμούργης


Μην ψάχνετε τον ποιητή. Δεν τον έχει το Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Πατάκη

ΟΙ ΘΕΡΙΣΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ (ΙΙΙ)




Συχνά παραμιλώντας
ο μεθυσμένος άνεμος
-μισθοφόρος της νύχτας-
ψελλίζει ονόματα,
αναρίθμητες λέξεις.
Φωτίζεται το χώμα.
Τρελό πουλί της μνήμης
βυθίζει το ράμφος του
στις σχισμές των ουρανών.
Χάνονται οι λυγμοί .
Η λύπη μου σαρκάζει…
ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ

Sunday, February 10, 2008

ΕΛΙΑ


Στην κουφάλα σου εφώλιασε μελίσσι
γέρικη ελιά , που γέρνεις με τη λίγη
πρασινάδα που ακόμα σε τυλίγει
σα νάθελε να σε νεκροστολίσει.

Και το κάθε πουλάκι στο μεθύσι
της αγάπης πιπίζοντας , ανοίγει
στο κλαρί σου ερωτιάρικο κυνήγι,
στο κλαρί σου που δε θα ξανανθίσει.

Ω πόσο στη θανή θα σε γλυκάνουν,
με τη μαγευτική βοή που κάνουν
ολοζώντανης νιότης ομορφάδες

που σα θύμησες μέσα σου πληθαίνουν.
Ω να μπορούσαν έτσι να πεθαίνουν
Κι άλλες ψυχές, της ψυχής σου αδερφάδες.
ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ


Στη δημοσιά, στη πέτρα πλάι εκείνη
το δέντρο που θωρείς μοναχικό
ξεράθηκε από τότε που έχει γίνει
στη ρίζα του, μια νύχτα, φονικό.

Σαράντα καλοκαίρια που δεν δίνει
στον πεζοδρόμον ίσκιο και καρπό.
Κι ειν’ ο κορμός του στέρφος που έχει μείνει
σα φίδι μαυροκέφαλο κι’ ορθό.

Στα κλαριά του ,λένε, δεν κουρνιάζει
πουλάκι διαβατάρικο ή τζιτζίκι.
Και κάποτε, που η νύχτα το σκεπάζει

φωνή απ’ την κουφάλα του αναδίνει,
κράζει τα κλαδιά, μιλεί, κι ω φρίκη,
- Δικαιοσύνη, λέει, δικαιοσύνη.

Αιμιλία Δάφνη

Saturday, February 09, 2008

ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ




Τίνος χέρι να σ’ έσπειρε, ποια ώρα
λατρεμού; Συλλογιέσαι; Κοιμάσαι;
Από ποιού χρυσόνειρου τη χώρα
δέντρο , κρίνο, όραμα ήρθες: Τι να σαι;

Βλέποντάς σε γαλήνεψε η μπόρα,
σου μηνάει κ’ η Σελήνη: - Άστρο μου, άσε
να συρθώ προς εσέ μυροφόρα
η χλωμή σου αδερφή. Με θυμάσαι;

Κι αν η ρίζα σε δένη, η θωριά σου
πως είν’ έτοιμη ανάερη να φύγη;
Κι’ αν πετούμενο πού τα φτερά σου;

Του προφήτη η ματιά σε ξανοίγει
με αναστάσιμου αγγέλου το σχήμα
να κυλάς το λιθάρι απ’ το μνήμα.


ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

(Από τη συλλογή "ΤΑ ΠΑΡΑΚΑΙΡΑ")

Friday, February 08, 2008

ΑΠΟΚΑΡΑΔΟΚΙΑ


Στα φύλλα με τις λέξεις να κρυφτώ,
πάλι τυφλή και μαύρη νυχτερίδα.
Σωπαίνουν τα πουλιά στην καταιγίδα.
Κλάμα τ’ ανέμου ….Παραμιλητό.

Ποιος έκαψε της μοίρας το γραφτό;
Ποιος έσπασε την έβδομη σφραγίδα;
Δεν έμεινε στη γη μια προσωπίδα
να κρύψει της αράχνης τον ιστό;

Ω! Μίλα των ονείρων μου πηγή!
Το μαραμένο πότισε στεφάνι!

- Αίνιγμα με των στίχων την κραυγή
και χόρτο που προσμένεις το δρεπάνι:
Θα δεις στους φωτοκήπους την αυγή
τον άγγελο, που ξέχασες, να φτάνει.

ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ

Thursday, February 07, 2008

ΟΙ ΘΕΡΙΣΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ (ΙΙ)


Άφησε με να φέγγω!
Συλλαβή τη συλλαβή
τραυλίζουν τα χείλη μου
τ’ όνομά Σου.
Ο μανδύας του φόβου,
οι θερισμένες μέρες
πνίγουν την κραυγή.
Στου ποταμού το μάκρος
το μόνο μήνυμα
στάχτες της μνήμης



ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ

Wednesday, February 06, 2008

ΟΙ ΘΕΡΙΣΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ (Ι)


Στα χείλη της αυγής
απλώνει τις φτερούγες του
συμπαίκτης του θανάτου.
Σαλεύουν οι κουρτίνες,
σπάζουν οι λέξεις…
Μήτρα του μηδενός
το σωπασμένο στόμα.
Στη σαρκοφάγο του χρόνου
χτυπά την πέτρα
ο ψίθυρος του Πειρασμού:
«Ποιος είναι ο δρόμος ;»


ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ

ΘΑΛΑΜΟΦΥΛΑΚΑΣ



Νυχτωμένες εικόνες,
στολές νεοσυλλέκτων
σε βραδινούς θαλάμους.
Ψηλαφώ το σκοτάδι,
τις πύλες του ερέβους
στην τεταγμένη οδό
του παγωμένου χρόνου.
Στις πέτρινες σαρκοφάγους
της σιγής και της λύπης
εγώ κι Εκείνος,
μόνοι, ξαγρυπνούμε.

ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ

Tuesday, February 05, 2008

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ Χ



Πιστεύει στην τέλεια Τέχνη,
τα ήπατά του αναβλύζουν πύον δροσερόν
και από αναγνώσματα μηδέν
καθότι μια ζωή αποτοξινώνεται απ’ το Τίποτα
(κάποιας αυτεπαγγέλτως περιπλόκου ψυχής).
Σε κάποιο μεγάλο κατήφορο
συναντήθηκαν τα σφικτά μας πηγούνια .
Ορισμένες φορές έχει ορμή,
Ιδρώνει κυνηγημένος
απ’ την κακεντρέχεια των βλοσυρών μας παιδιών.
Τα γεφύρια περνά,
τίποτα δεν του αρέσει
με σφικτές τις παλάμες ίσως
να υμνεί τα Ιεροσόλυμα.
Έχει αναλυθεί
φορές πολλές
με παρελθόν κομματιασμένο
-να ξέρετε πως κάποτε
όλα τα μακρόσυρτα μυστικά θα σας κυνηγήσουν-
από κάποιους αμφίβολους αγίους
που στριμωχτοί μέσα στο πούσι της νύχτας
του απόδωσαν όλα – μα όλα τα κρίματά του.
Αριστεριστής της τέχνης
στριφογυρνά το μακρύ του νύχι
στις πληγές των συντρόφων
με ώρες κενές και χαμόγελο ρώσου καλογέρου
Θα νικήσει ίσως η ψυχή που δε βολεύεται
παρ’ όλα τα κρίματά της.
Θα ιχνογραφήσει το χάος.

Πρόδρομος Προδρόμου
«ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ» (εκδόσεις Στοχαστής)

ΑΓΟΝΗ ΩΡΑ



Είμαι τόσο μοναχός…
Σχεδόν φτωχός
Τρέχουνε τα δάκρυά μου,
κόμποι χάμου.
Μπρός μου εν’ άστρο τρεμοπαίζει
κερωμένο στο τραπέζι.
Πλάθω ένα δειλό τραγούδι
Απαλό , λεπτό σαν χνούδι.
Μ’ έχουνε μ’ αυτό γελάσει
κι είμαι ολόμονος στην πλάση.

Arpad Toth (1886-1928)
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΟΥΓΓΡΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ ( αποδ. Κ. Ασημακόπουλος)

Ο ΑΝΥΠΟΜΟΝΟΣ



Το ανήσυχο σαν κινητήρας
τουρκάκι
Στον υπόγειο της Φρανκφούρτης
που όλη την ώρα πρέπει να χτυπά το τζάμι
στο σκοτάδι έξω απ’ το παράθυρο
αν και ξέρει
ότι η πόρτα δεν πρόκειται ν’ ανοίξει
παρά μόνο στην επόμενη στάση.
Τι θέλει; Είναι εγώ ;

Lars Gustaffson

«ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΣΟΥΗΔΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ» (απόδ. Βασ. Παπαγεωργίου)

ΣΗΚΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΚΑΠΑΚΙ ΤΟΥ ΘΡΑΝΙΟΥ




Το ίδιο όνειρο απόψε πάλι:
Κάθομαι σ’ ένα παλιό θρανίο
διανθισμένο με πρόστυχες χαραγματιές.
Ο καθηγητής ζητά να του δείξω τι έγραψα.
Θέλει να το διαβάσει για να με βαθμολογήσει.
Είμαι αρκετά καλός στα σουηδικά. Στο θρανίο βρίσκονται
δύο ποιητικές συλλογές , πολλές παρουσιάσεις βιβλίων
ακαδημαικές εκθέσεις, δύο φιλόδοξα δοκίμια,
γράμματα ημερολόγια και κασέτες με γραμμένα τραγούδια.
Ένα κρύο άρωμα από υγρή πέτρα και βρύα
με κτυπά όταν σηκώνω το καπάκι του θρανίου
για να βγάλω και να δείξω τι αξίζω.
Σπασμωδικά μαζεύομαι πάνω από το ανοιχτό θρανίο.
Βλέπω κάτω σ’ ένα παλιό ξεχασμένο πηγάδι. Μαύρο νερό.

Tommy Olofsson
«ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΣΟΥΗΔΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ» (απόδ. Βασ. Παπαγεωργίου)