Saturday, October 28, 2006

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΣΠΟΥΡΓΙΤΗ


Χειμώνιασε ... Καιρός να γυρίσει σπίτι του , εκείνο το μικρό αλητάκι...









ΚΑΙ ΚΑΠΝΟΝ ΑΠΟΘΡΩΣΚΟΝΤΑ

Αναδεύω της μνήμης τη στάχτη
γυρεύοντας άκαυτες λέξεις.
Δυό μικρά καρβουνάκια, τα μάτια της,
στης καρδιάς μου τα ξύλα.
Ποιά φιλιά προσανάμματα
στα χαρτιά των ονείρων;
Μάταια, μάταια, χείλη μου
κι η βροχή θα σας σβήνει...
Να μή δεί στον ορίζοντα
τον καπνό π' αποθρώσκει.

ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Σε βλέπω.
Μέσα στον ερεβώδη τυφώνα του πόθου σου.
Γυμνές λέξεις και επιθυμίες
που φωνάζουν στους δρόμους,
σέρνοντας τα κουρέλια της λύπης,
με χέρια ν ανεμίζουνε φτερά
-λείψανον πεπαλαιωμένης έξεως-
κι ο χορός της κιμωλίας στο μαυροπίνακα
ν' αθροίζει τα μηδενικά των αισθημάτων.
Θέλω να σου γράψω
μα σβήνει το μελάνι στο χαρτί...
Μ΄ αρνούνται οι στίχοι

NEKYIA

Κήπος του ονείρου.
Ο ήλιος βούλιαζε
και στα φύλλα της μηλιάς
γλιστρούσεν η σκιά μου,
πρόσταγμα σιωπής
στων τζιτζικιών την τάξη.
Στο μικρό αυλάκι
έρμαιο το φύλλο της ελιάς
κι ο Οδυσσέας των μυρμηγκιών
για τη νήσο των μακαρίων.
Κάπνιζε ακόμα το τζάκι μας...
Όλο μου το αίμα
κι όλα μου τα δάκρυα
πλημμύριζαν τους λάκκους.
Κι εσύ έπινες,
έπινες αχόρταγα , μάνα μου,
και δε με γνώριζες

ΘΗΤΕΙΑ ΣΤΟ ΕΦΗΜΕΡΟ
Οι στίχοι σου πληγή
στη μεγάλη πρόφαση του χρόνου,
ρολόγι που γυρνά
τους δείχτες ανάποδα,
θάμνος στολίδι των ερειπίων.
Άκουσες το λύκο της μνήμης
να ουρλιάζει την έσχατη αγωνία σου
καλώντας τις εφεδρείες
των κεκοιμημένων.
Είδες ψηλά στα κάστρα
να κυματίζουν μεσίστιες
μαύρες σημαίες της άρνησης
λάβαρα της αμφιβολίας.
Τα θλιμμένα δέντρα
πήραν τη φωνή σου.
Κι ακόμα να πιστέψεις
στο εφήμερο;

ΣΦΙΓΜΕΝΑ ΧΕΙΛΗ

Έτριξαν φρύγανα ξερά στα βήματά του.
Στη φλόγα του σπίρτου πρόβαλαν
πέτρινα πρόσωπα.
Άκουσε να χτυπούν φτερά.
"Οι νυχτερίδες" σκέφτηκε.
Σιγά- σιγά βούλιαζε στο χώμα
σημάδι πως έφτασε στη όχθη.
Αργά και ρυθμικά στα σκοτεινά νερά
σιμώναν τα κουπιά.
Στα σφιγμένα χείλη του
βάραινε το κέρμα.


ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΑ

Είδα τους φίλους μου
-χελιδόνια στα σύρματα του πόθου-
να ετοιμάζουν τα φτερά
για το μεγάλο ταξίδι.
Μικροί ζωγράφοι τ' ουρανού
χρωματίζοντας τα πέτρινα γεφύρια
τρυπώνοντας στις κρυψωνες του Θεού
στους μυρωμένους κόσμους των βάτων.
Ωριμοι για το απόλυτο μηδέν
μαγεμένοι εραστές του απείρου.
Κι όμως πρέπει να μείνω
στου κουρασμένου δέντρου τα κλαριά
στα φύλλα που φτεροκοπούν
την ερημιά του κάμπου.
Ν ακούσω τον καλπασμό της βροχής
στης μνήμης το λιθόστρωτο,
τη ραγισμένη καμπάνα του δειλινού
στους νυχτωμένους δρόμους.
Στο τζάμι που σου χτύπησα
γλιστρά το μέτωπό σου...
Φλογέρα τα κούφια μου κόκκαλα.
Τα δάχτυλα τ΄ ανέμου
ταιριάζουν της αγάπης το σκοπό

ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΦΩΝΗ

Θέλω να σου μιλήσω
με την ελάχιστη φωνή
και τους μεγάλους φόβους μου,
το απομεσήμερο, την ώρα
που οι λυγμοί των καθρεφτών
ταράζουν τα παραπετάσματα ,
και συ μετράς , δακρύπλουτος,
το θησαυρό της θλίψης σου.
Στη φλεγομένη άβυσσο
της μνήμης παρανάλωμα
Με αιχμάλωτα μάτια
στην πικρόχολη θάλασσα.
Γυμνές οι πέτρες
της ετοιμόρροπης πραγματικότητας.

ΙΙ
Παγιδευμένος
σ ένα επώδυνο παραλήρημα
Τί άλλο μου μέλλεται;
Μερίδιο της μοίρας
ο βραδύκαυστος θάνατος.
Τα είδωλα του ύπνου ίχνη ανθρώπων
που ρήμαξαν αγάπες ψεύτρες:
Η ξέφρενη πορεία του Σταμάτη
με ρόδες που στρίγγλιζαν
στον τετελεσμένο μέλλοντα του φορτηγού.
Ο Κώστας , άγουρη πίκρα, να σαπίζει
στα βάθη της μουσικής του Jethro Tal
Ο Βαγγέλης χορευτής να ισορροπεί
στο τεντωμένο σκοινί του ρεμπέτικου καημού...
Ιχνη μαρτύρων, περγαμηνές οδύνης...

ΙΙΙ
Βαρέθηκα τις λέξεις.
Μην κοιτάς την πόρτα που έκλεισε.
Πέρα αστράφτει στο ξέφωτο μια μαγική οδός.
Στο γέρμα τ' Αυγούστου ανοιχτό
το πέλαγος των ονείρων μας.
Αύριο θ αγαπήσουμε ξανά.


Ο ΜΕΣΑ ΔΡΟΜΟΣ

Χαράματα.
Σήμαντρο που στενάζει
στην αμφίστομη μνήμη.
Αυταπάτη της γλώσσας
και κρυψίβουλα χείλη.
Αστροφώτιστος δρόμος
μ' ονειρόδεντρα ...

ΠΡΟΣΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΘΑΜA

Μέσα στην κάθε λέξη
προσμένοντας το θάμα.
Φωνή κατεστραμμένη
στα πικραμένα χείλη.
Βυθίζομαι στα φύλλα
πλημμυρισμένος νύχτα.
Έρημος ως τα σπλάχνα

ΑΠΟΥΣΙΑ

Στα ερείπια ενός απέραντου ουρανού
κοχλάζει ο χρόνος.
Η αλήθεια τ' ανέμου
χαράζει ρήγμα μυστικό
στη σκοτεινή οθόνη της νύχτας.
Ανάμεσα σ έρημες βάρκες
μετρώ την άμμο
που κράτησε το χνάρι σου.

ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Της έσχατης απορίας το γιατί
κίτρινο μελαγχολικό φεγγάρι
στον ουρανό της θλίψης σου.
Και συ γυρολόγος των άστρων
ψυχή αναπεπταμένη
στον άνεμο της μοίρας
να μνημονεύεις άσημα ρήματα
στου Λόγου το αδιέξοδο.
Ωσπου να ρθεί κάποιος
αγαπημένος Αύγουστος
την Κοίμησή σου να εορτάσεις.

ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ

Thursday, October 26, 2006

Η ΦΩΝΗ ΑΠΟ ΤΑ ΥΠΟΓΕΙΑ ΔΩΜΑΤΑ

Φτάνω στην κόλαση αναλφάβητος. Μαθαίνω
τα βογγητά και τον ωμό τρόμο του ξένου.
Ακούω τριγύρα αυτό μονάχα. Να πεθαίνου-
με μ΄ένα "μάνα" στην ψυχή. Διαβαίνει τραίνο

με μηχανοδηγό τυφλό που 'χει βοηθό του
πανέμορφη, φρικτή την τύψη των ανθρώπων,
στη μνήμη των καρφί καιρών, των ένδον τόπων.
Του παντοαδύναμου γαμώ το κέρατό του.

Αίφνης, εδώ θα ψάλλουν δέντρα, ελάτια, πεύκα.
Κι εν τέλει εδώ θ ανθίση ρόδο η δικαιοσύνη.
Θα 'ρθή ο Θεός, κανένα πλέον να μην κρίνη
και θα υψωθή στο φώς μια φουντωμένη λεύκα.

Ουράνια λεύκα που εν τω βίω ποτέ δεν είδα,
να με φέρη σ εσέ τερπνή, αληθής πατρίδα.

ΗΛΙΑΣ ΛΑΓΙΟΣ
(Από το "ΠΡΑΞΗ ΥΠΟΤΑΓΗΣ")

Wednesday, October 25, 2006

XAI - KOY (Της Θάλασσας)

1. Βλέμμα της πέτρας:
Στην άδεια προκυμαία
μες στην ομίχλη

2. Λευκά. Στης μνήμης
ακροβατούν τους βράχους:
Θαλασσοπούλια

3. Στην υγρήν άμμο
η μέρα σπαραγμένη.
Αδύναμο φως

4. Βρεγμένα φώτα.
Στα κάτασπρα βότσαλα
κύμα της ψυχής

5. Στην υγρήν άμμο
βήματα που σβήνονται.
Ο φεύγων χρόνος

6. Φωνές των γλάρων.
Η πέτρα γυμνή στο φώς,
κάθετη μοίρα

7. Ρυθμός της νύχτας
Στον ατράνταχτο βράχο
ήχος κυμάτων

8. Ήχος κυμάτων:
Χρόνος ακατάσχετος
το μέγα μαύρο

Monday, October 16, 2006

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

Οι λέξεις εκδικούνται
κατασπαράζοντας το νόημά τους.

Αγρια ζώα οι λέξεις μας
κρυμμένα σε μιά ζούγκλα
μέσα σε λόχμες, στα νερά
των ποταμών χωμένα.
Και πώς ν αντέξουν τη σκλαβιά
στης ποίησης το τσίρκο;
Πως να κλειστεί ένας ουρανός
με τα λαμπρά του αστέρια
μέσα σε γράμματα εφτά,
μέσα σ' εφτά παγίδες;
Η θάλασσα , και πως να κινηθεί
σε φράσεις που δεν τρέχουν;
Οι λέξεις στα κλουβιά τους
μαραζώνουν. Αρνούνται
να χουν για τροφή
ψόφιες, σφαγμένες σημασίες.
Ετσι απ' την πείνα ξετρελαμένες
κάποιο πρωί τα πόδια τους
δαγκώνουν με μανία.

Οι λέξεις εκδικούνται
κατασπαράζοντας το νόημά τους.

Thursday, October 12, 2006

TA MONAXIKA MATIA

Τσαλακωμένα λόγια
κλαίγουν το μεσημέρι
στα λερωμένα πατώματα,
στις σχάρες των υπονόμων,
σπαράγματα βροχής
και ραγισμένο φώς.
Της μνήμης αποτσίγαρα,
δόξα της τέφρας...
Χρυσάφι της νιότης μου
στα χέρια του σπάταλου χρόνου!
Στις πύλες των ονείρων σου,
στα βάθη του καθρέφτη
ξάγρυπνα καραδοκούν
τα μοναχικά μάτια
των προγεγραμμένων.

Tuesday, October 10, 2006

Ο ΡΩΜΑΙΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ



Δρόμος αρχαίος, ρωμαϊκός, ευθύς και ομαλός
περνά μες απ' την άγονη τη χώρα με τα ρείκια.
Κι αρχαιολόγοι ερευνούν - συγκρίνουν ασφαλώς
το παρελθόν και το παρόν- μετρώντας τα χαλίκια.

Κι η λεγεώνα φάντασμα στον αδειανόν αέρα
με στρατιώτες που φορούν τα κράνη στο κεφάλι
κι υψώνουνε περήφανα τον Αετό τη μέρα,
στο δρόμο το ρωμαϊκό καθώς βαδίζουν πάλι.

Όμως δεν είναι του στρατού τα μπρούτζινα τα κράνη
που την αρχαία δημοσιά στοιχειώνουνε για μένα.
Είναι της μάνας μου η μορφή, π΄ ανέβηκε κι εφάνη
να μ΄οδηγεί τα βήματα, σε χρόνια περασμένα.

(πάνω στο ποίημα του Th.Hardy "ROMAN ROAD" )

Thursday, October 05, 2006

ΣΠΟΥΡΓΙΤΗΣ


Δραγάτης που σκαρφάλωσες στη στέγη μου σπουργίτη
και διαφεντεύεις απο κεί μ' αγέρωχη ματιά,
τη λύπη που με τυραννά, τον πόνο που με πλήττει,
τη μυστική που σέρνεται στα σπλάχνα μου φωτιά.

Στάσου μη φεύγεις ταπεινό πουλί που σε λατρεύω
κι έχω για σένα ψίχουλα μαζί κι ένα σπυρί
μικρό που μοιάζει τις χαρές τις λίγες που γυρεύω
και περισσά ματώθηκα και δεν τις έχω βρεί.

ΤΑΚΗΣ ΚΟΛΙΑΒΑΣ - ΜΟΛΙΩΤΑΚΗΣ
Από τη συλλογή "ΡΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΡΙΜΕΣ" (1990)

Monday, October 02, 2006

MONAXIKO

Χείλη των σαλών :
Με δέος ψιθυρίζουν
λέξεις ονείρων

ΕΝ ΧΡΟΝΩ ΟΣ ΠΑΡΗΛΘΕΝ


Στη σκιά του Ηλία Λάγιου
Ι
Δεν έχει τίποτα, δεν ξέρει τ' όνομά του.
Των στίχων κουβαλά το πηλοφόρι.
Τα πράγματα ζυγίζουν τα όνειρα του
και τον κοιτάζουν πίσ' από το στόρι

της έσχατης βροχής του. Και τ’ αγόρι
μια προσευχή τραυλίζει του θανάτου.
Της μέθης πορφυρένιο πανωφόρι
και δάκρυα, σταγόνες τ' Αοράτου

π' ακροβατεί στα χείλη της αβύσσου.
Ούτις , ανώνυμος στη χώρα των Κυκλώπων
λαθροπατεί στα σύνορα, - θυμήσου -.
Τώρα στη ψεύτρα μνήμη των ανθρώπων...

Άγνωστε, Ηλία λέω , μη γελάσεις :
Θ' ανταμωθούμε σ' όλες τις κολάσεις.


ΙΙ
Η λίμνη κυματίζει μαύρο ασήμι
σε κέρματα που ξόδεψες τη μέρα.
Της σάρκας το σκοτάδι, το ψοφίμι
των στίχων που μολεύουν τον αγέρα

δεν άντεξες. Το μέτωπο συντρίμμι,
τα μάτια σου ονομάζουν την εσπέρα
κι όνειρα που ξαγρύπνησαν στη μνήμη.
Θα βρήκες το χαμένο σου πατέρα.

Τραγουδιστής, Δημόδοκος και Φήμιος
δε θα σκεβρώσεις γέρος άνευ όρων.
Του εαυτού σου δικαστής και δήμιος
λαθροπατείς στις λέξεις των συνόρων.

Χαμογελάς, Ηλία μες στην εικόνα.
Σημάδεψες για πάντα το χειμώνα


ΙΙΙ
Νύχτα τραυλή, δίχως σκοτάδι, δίχως.
Ποιός πεθαμένος ξαγρυπνά μαζί μου;
Ίσως και νάμουν ποιητής, μα ο στίχος
καταμετρά θανάτους στη ζωή μου.

Σκοτεινό το γέλιο σου κι ο ήχος
νερό γλυφό στη μέση της ερήμου.
Μέσα στη γκρίζα πέτρα του κι ο τοίχος
φωνή που ψιθυρίζει του Ανωνύμου.

Ξέρει να με πονά με χίλιους τρόπους
Ίσκιος που τους φίλους αφαιρεί.
Λείπει από δρόμους κι από τόπους
το σβηστό της μνήμης σου κερί

κι απ' το φθαρμένο σέλας της οθόνης...
Εκπυρούσαι , Λάγιο, ή παγώνεις;



IV

Το ποίημα προσευχή στη μοναξιά σου
κι άγγιγμα μελανόμορφων αγγέλων.
Δεσμώτες αγρυπνούνε στα όνειρα σου
σ' ένα φριχτά στιγματισμένο μέλλον.

Τη μέλαινα , που γνώριζες , αρά σου,
την κολασμένη μοίρα των Οθέλλων,
τώρα που ντύθηκες το θάνατο , στοχάσου,
τον τρυγητή των έρημων αμπέλων.

Στην εκκλησιά πορεύεσαι τ΄ αγέρα
κι ο Χρόνος ο μεγάλος καταλύτης
τη νύχτα σου ζυγίζει και τη μέρα.
Παραληρείς τυφλός μα και προφήτης.

Ηλία, Ηλία, δεν έμαθες ακόμα
ποιός άνοιξε την πέτρα και το χώμα;