Monday, October 02, 2006

ΕΝ ΧΡΟΝΩ ΟΣ ΠΑΡΗΛΘΕΝ


Στη σκιά του Ηλία Λάγιου
Ι
Δεν έχει τίποτα, δεν ξέρει τ' όνομά του.
Των στίχων κουβαλά το πηλοφόρι.
Τα πράγματα ζυγίζουν τα όνειρα του
και τον κοιτάζουν πίσ' από το στόρι

της έσχατης βροχής του. Και τ’ αγόρι
μια προσευχή τραυλίζει του θανάτου.
Της μέθης πορφυρένιο πανωφόρι
και δάκρυα, σταγόνες τ' Αοράτου

π' ακροβατεί στα χείλη της αβύσσου.
Ούτις , ανώνυμος στη χώρα των Κυκλώπων
λαθροπατεί στα σύνορα, - θυμήσου -.
Τώρα στη ψεύτρα μνήμη των ανθρώπων...

Άγνωστε, Ηλία λέω , μη γελάσεις :
Θ' ανταμωθούμε σ' όλες τις κολάσεις.


ΙΙ
Η λίμνη κυματίζει μαύρο ασήμι
σε κέρματα που ξόδεψες τη μέρα.
Της σάρκας το σκοτάδι, το ψοφίμι
των στίχων που μολεύουν τον αγέρα

δεν άντεξες. Το μέτωπο συντρίμμι,
τα μάτια σου ονομάζουν την εσπέρα
κι όνειρα που ξαγρύπνησαν στη μνήμη.
Θα βρήκες το χαμένο σου πατέρα.

Τραγουδιστής, Δημόδοκος και Φήμιος
δε θα σκεβρώσεις γέρος άνευ όρων.
Του εαυτού σου δικαστής και δήμιος
λαθροπατείς στις λέξεις των συνόρων.

Χαμογελάς, Ηλία μες στην εικόνα.
Σημάδεψες για πάντα το χειμώνα


ΙΙΙ
Νύχτα τραυλή, δίχως σκοτάδι, δίχως.
Ποιός πεθαμένος ξαγρυπνά μαζί μου;
Ίσως και νάμουν ποιητής, μα ο στίχος
καταμετρά θανάτους στη ζωή μου.

Σκοτεινό το γέλιο σου κι ο ήχος
νερό γλυφό στη μέση της ερήμου.
Μέσα στη γκρίζα πέτρα του κι ο τοίχος
φωνή που ψιθυρίζει του Ανωνύμου.

Ξέρει να με πονά με χίλιους τρόπους
Ίσκιος που τους φίλους αφαιρεί.
Λείπει από δρόμους κι από τόπους
το σβηστό της μνήμης σου κερί

κι απ' το φθαρμένο σέλας της οθόνης...
Εκπυρούσαι , Λάγιο, ή παγώνεις;



IV

Το ποίημα προσευχή στη μοναξιά σου
κι άγγιγμα μελανόμορφων αγγέλων.
Δεσμώτες αγρυπνούνε στα όνειρα σου
σ' ένα φριχτά στιγματισμένο μέλλον.

Τη μέλαινα , που γνώριζες , αρά σου,
την κολασμένη μοίρα των Οθέλλων,
τώρα που ντύθηκες το θάνατο , στοχάσου,
τον τρυγητή των έρημων αμπέλων.

Στην εκκλησιά πορεύεσαι τ΄ αγέρα
κι ο Χρόνος ο μεγάλος καταλύτης
τη νύχτα σου ζυγίζει και τη μέρα.
Παραληρείς τυφλός μα και προφήτης.

Ηλία, Ηλία, δεν έμαθες ακόμα
ποιός άνοιξε την πέτρα και το χώμα;

No comments: