Tuesday, July 31, 2007

ΑΘΑΝΑΣΙΑ (Χαι-κου)

Τρέμω σαν πουλί.
Στα χείλη λέξη- βάρος:
Αθανασία

ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ

Η σαφώς κατώτερη εκδοχή "ελληνική" εκδοχή του προηγουμένου χαι-κου

IMMORTALITY (hai-ku)

Timid as a bird.
My lips just hold the name:
Immortality

George Ch. Anyfantis

(from Hai-Ku on Emily Dickinson)

Monday, July 23, 2007

ΛΑΜΠΙΟΝΙΑ (ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΘΕΡΟΥΣ)

Ζεστά , μέσα στη σκοτεινή του περβολιού δροσιά
λικνίζονται πολύχρωμα λαμπιόνια στη σειρά.
Και στέλνουν απο την πυκνή των δέντρων φυλλωσιά
τη λάμψη τους την απαλή , γεμάτη μυστικά.

Το ένα τους , χαμογελά σα φωτεινό λεμόνι,
το κόκκινο και το λευκό γελάνε δυνατά,
κι ένα γαλάζιο φαίνεται να μένει, να σιμώνει
σαν το φεγγάρι και σαν πνεύμα στα κλαδιά.

Και ξαφνικά σε κάποιο τους οι φλόγες ανεβαίνουν.
Τινάζεται προς τα ψηλά και καίγεται μ' ορμή...
Τ' αδέρφια του στα σιωπηλά τρέμουν όλα μαζί.
Χαμογελούν, το θάνατο προσμένουν:
το κίτρινο, το μπλάβο και το βαθύ το κρεμεζί.

ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ
(πάνω στο ποίημα του H.Hesse "Lampions in der Sommernacht")



Sunday, July 22, 2007

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΤΗΤΑ

Είμαι της φαμίλιας η μορφή. Η σάρκα φθείρεται, μα εγώ επιζώ. Σχεδιάζω ίχνος και γραμμή, γοργά, μες απ' τα χρόνια, πηδώντας απο τόπο σε τόπο, πάνω απ' τη λήθη. Το κληρονομικό χαρακτηριστικό, σε σχήμα, μάτι και φωνή. Περιφρονώντας τη φυλακή της ανθρώπινης στιγμής. Είμαι το αιώνιο πράγμα σ' αυτόν που τρέμει, μήπως στο θάνατο κληθεί...

Γ.Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ

(από το ποίημα του Thomas Hardy Heredity)

Wednesday, July 18, 2007

ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑ

Ήμουν εγώ που ασκήτευα στην έρημο του πόθου
τρέφοντας με τον πλανερό της μοναξιάς λωτό
και με το μέλι τ' άγριο του λογισμού του νόθου
το νου μου, που κρυβότανε σε τάφο θολωτό.
Κι έτρεμα μην ο ψίθυρος χαλάσει τη σιγή μου.
Το φως της μέρας φάνταζε κακό, δαιμονικό.
Μόνο τις νύχτες τ' άλογο καβάλαγε η ψυχή μου
κι ανέβαινε με τ' άσπρα του φτερά σε μαγικό
παράδεισο, που πνίγεται σ' αθέριστο χορτάρι,
και δεν τη λέκιαζε μηδέ σκιά περιστεριού.
Κι αναριγούσε μου η ψυχή θωρώντας το φεγγάρι
πεφτάστρια να το κυνηγούν σε μιά πνοή αγεριού.
Μα συ δεν ήσουν λάμπισμα στη νύχτα, του κομήτη
που γοργοσβήνει σ' άφωτο του σύμπαντος βυθό.
Κρυφός δεν ήρθες πειρασμός σε σκήτη ερημίτη,
δεν είχε τίποτα σκληρό, για να σε φοβηθώ.
Κρατούσες στ' ακροδάχτυλα το κρίνο του έρωτά σου
και στην ακούραστη καρδιά χρυσοπουλί τρανό
κι έσκυψα και σ' ανέβασα στη ράχη του Πηγάσου
για να πετάξουμε μαζί στον έβδομο ουρανό.
Για συντροφιά ξεκίνησε το σύννεφο ξανθό,
στα ξωτικά πετάγματα στα βάθη του αιθέρα,
μα ' γω σκεφτόμουν βέβηλα τον επουράνιο ανθό
να κλέψω για στολίδι μου στην αιωνία μέρα.
Να' τανε τάχα του Θεού ή ενός δαιμόνου χέρι
που τίναξε στο δρόμο μας τον άγριο κεραυνό
και τ' άλογο πισώστρεψε κι απ' το λαμπρό αστέρι
γκρεμίστηκε βουλιάζοντας σε χάος σκοτεινό;
Πέφταμε...Γύρω σαν τρελά φαντάσματα οι μέρες
ουρλιάζαν της αγάπης μας την τελευταία μορφή.
Δυό πέτρες ν απογίνουμε, δυό πελαγίσιες ξέρες.
Εσύ, με κρινολούλουδα στην αρμυρή κορφή,
κι εγώ να ορμάω δυνατά να σου τ' αρπάξω πάλι.
Δυό Συμπληγάδες του Έρωτα. Οι φοβεροί καημοί
σκληρά να με χωρίζουνε απ' την υγρήν αγκάλη
σα φύκια κουλουριάζοντας το σάπιο μου κορμί...
Ανάμεσά μας, βιαστικό, κάποιο μουντό πρωί,
πέρασε για τις μακρινές κοιλάδες του Βορρά
της ευτυχίας το μικρό διαβατικό πουλί....
Κράτησα λίγα πούπουλα μονάχα απ' την ουρά.
ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ
(Από τη συλλογή "ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ")

Sunday, July 08, 2007

ΤΑΞΙΔΙ

Κανείς δε μας κουνούσε το μαντίλι
κι έγερνε ο ήλιος πέρα σιωπηλά.
Τι γρήγορα μας ξέχασαν οι φίλοι!
Πως έγιναν τα πρόσωπα δειλά;

Στις ράγες - κατακόκκινο φιτίλι-
το τρένο είχε αρχίσει να κυλά.
Κι ανάβοντας αργά στο κάθε μίλι
μια έκρηξη μας τίναζε ψηλά.

Αμίλητοι πηγαίναμε και ξένοι
όμοιοι με το σκοτάδι που αυξαίνει.
Στο μακρινό τ΄ορίζοντα ποτάμι
είχαν χαθεί τα μάτια, π' αγαπάμε.

Μόνο η σκιά σου σάλευε στο τζάμι
σα να γνεφε θλιμμένα :"Για πού πάμε;"

ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ
(Από τη συλλογή "ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ")

Thursday, July 05, 2007

ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ (Χαι-κου)


Λύσσα του χρόνου:
Πικρά και μαύρα φύλλα
Δευτερόλεπτα
ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ

Wednesday, July 04, 2007

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ


Ι

Το πρωινό μουντό, παλιό το σπίτι.
Στο ρημαγμένο κήπο τα πουλιά
κοιτάζουν τις αράχνες του φεγγίτη,
σωπαίνουν και βουλιάζουν στη φωλιά.

Θυμάσαι : το παιδάκι στο σκοτάδι
που τρόμαζαν τις νύχτες τα φτερά.
Γυρεύεις κάποιο γνώριμο σημάδι.
Τι σέρπει μες στα φύλλα τα ξερά;


ΙΙ

Το μονοπάτι πάει για τ΄ ακρωτήρι
μεσ' από σκίνα και χαμόκλαδα ξερά.
Σκορπά το φως χρυσάφι στα νερά,
στα μάτια ξεχειλίζει το ποτήρι.

Σα να' χε ζήσει - χρόνια περασμένα-
Ξαναθυμάται - τ' όραμα θολό- :
Ελιές στο λόφο, βάρκες στο γιαλό,
τ' αντικρινά βουνά μισοσβησμένα…
ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ
(Από τη συλλογή "ΜΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΗ ΟΔΟΣ")

Monday, July 02, 2007

ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

Πήγαινε στο σκοτάδι μ' ευχαρίστηση. Των μαύρων δέντρων
μαζεμένες οι σκιές δροσίζαν τα όνειρά του.

Και μολαταύτα υπέφερε στα στήθη του φυλακισμένος
ένας φλογερός πόθος για φως , για φως.

Δε γνώριζε πως - πάνω του- οι αίθριοι ουρανοί
ήταν γεμάτοι με καθαρά κι ασημένια αστέρια....


ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ
(πάνω στο ποίημα του HERMANN HESSE "Er ging in Dunkel.."