Showing posts with label Δέντρα. Show all posts
Showing posts with label Δέντρα. Show all posts

Thursday, February 14, 2008

(Κυπαρίσσι)


Είμαι το κυπαρίσσι
Στου γκρεμού την άκρη
Με πότιζε μια βρύση
Το κρυφό μου δάκρι

Στέρεψε το δάκρι
Στέρεψε κι η βρύση
Ξερό το κυπαρίσσι
Στου γκρεμού την άκρη


ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΗΣ (1871-1952)

Ο ΚΙΣΣΟΣ


Ο μαύρος κι άχαρος κισσός – τον πόνο του τρυγώ
και λέω και μες στα στήθια μου ριζώνει
και λέω κι είμαι το χάλασμα το ραγισμένο εγώ
που ο μαύρος κι άχαρος κισσός το περιζώνει.

Μυριόριζος, μυριόκλωνος – ο πόνος που πονώ,
στείρα ζωή βυζαίνει από τον τοίχο
και δεν του παίρνει πνέοντας γλυκά απ’ τον ουρανό
έναν η αύρα ή στεναγμόν ή χαράς ήχο.

Τους δρόμους του απόσωσε το Φως τους μακρινούς
ώρα και θάβγουνε τα νυχτοπούλια
και ρόδα η δύση απλόχερα σκορπά στους ουρανούς
και στων βουνών τις κορυφές σκορπάει ζεμπούλια.

Και φτάνουν στα φυλλώματα του πένθιμου κισσού
κοπαδιαστοί οι σπουργίτες να κουρνιάσουν
κι από τη μέθη της ζωής και του ήλιου του χρυσού
μες σ’ ατρικύμιστη αγκαλιά να ξαποστάσουν.

Και τα ξελαρυγγίσματα σκορπίζουν τα στερνά,
τρελλά, ως που ο ύπνος φτάνει και τα πνίγει ,
ενώ ως τις ρίζες του κισσού τις τρίσβαθες περνά
μια ανατριχίλα απ’ της ζωής τη μέθη ολίγη.

Φουντώνει η νύχτα κι έρχουνται τριγύρω μου μια μια
Κι όλες μαζί απ’ αλάργου αρμενισμένες
σκιών σκιές οι ανάμνησες, στην άχαρή μου ερμιά
να φέρουν ψεύτικια παρηγοριά οι θλιμένες

Μάταια! ζει ποτέ η ζωή μ’ ανάμνησες που ζεί,
που θα ξυπνήσει και μ’ αυτές θα γείρει,
ενώ ολοτρόγυρα βροντά η μέθη όλη μαζί
απ’ της ζωής που ζει το πανηγύρι;

Ο μαύρος κι άχαρος κισσός, τον πόνο του τρυγώ
και λέω και μες στα στήθια μου ριζώνει
και λέω κι είμαι το χάλασμα το ραγισμένο εγώ
που ο μαύρος κι άχαρος κισσός το περιζώνει.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΡΥΠΑΡΗΣ (1870-1942)

ΤΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΑΚΙ


Το πράσινο αδερφέ μου κυπαρίσσι
που στης αυλής εφύτεψες τη μέση
το μάτι μου θερμά, τώχει αγαπήσει
κι όλη η ψυχή μου απάνω του έχει πέσει.

Πέρσυ η λιγνή κορφή του είχε μπορέσει
στο μέτωπο απαλά να με φιλήσει
ψηλότερη είναι εφέτο, μ’ έχει αφήσει
και πάει κορώνα τ’ άστρα να φορέσει…

Κι όταν για μένα έρθη ο καιρός οπού όντας
παραδομένος άτολμα στα χρόνια
φιλί δε θα προσμένω ούτε και χάδι,

θα χωριστούμε πλέον μια μέρα αιώνια:
Εκειό θα πάη το φώς αποζητώντας
κι εγώ θα κατεβαίνω στο σκοτάδι
Στέφανος Δάφνης (1882-1947)

Monday, February 11, 2008

ΤΟΥ ΓΕΝΑΡΗ Η ΜΥΓΔΑΛΙΑ


Του Γενάρη η μυγδαλιά
με το λουλουδένιο μπούστο
παίζει μες στην αντηλιά
και το χιόνι κάνει γούστο.

Πιο μικρή της γειτονιάς,
σ’ ασπροκόκκινες γιρλάντες
την εσάλευε ο χιονιάς
τα πουλάκια από τις μπάντες

Κι η μαργιόλα η μυγδαλιά
παιγνιδιάρα κι όλο νάζι
να τους πλέξει τη φωλιά
τ’ άσπρο πούπουλο τινάζει

Κι ήταν μια τρελή χαρά
που φτερούγιζαν τα κλώνια
και που ανθίζαν τα φτερά
φως, πουλιά, λουλούδια , χιόνια,

που ούτε τόνιωσα το πώς
στην ψυχή μου είχαν ριζώσει
τα πουλάκια, ένας σκοπός,
και το χιόνι, ολόασπρη στρώση.

Κι έλεα νάχα μια καρδιά
σαν πουλάκι να τη στείλω
στα ολοκέντιστα κλαδιά
να μού φέρει ανθάκι, φύλλο.
Κι έλεα νάχα την κρυφή
της αυγής κι εγώ την τέχνη
που στεφάνι στην κορφή
το ηλιοφώς, χρυσό, της πλέχνει.

Κι έλεα νάμουν ο χιονιάς
Πες και πες και λίγο λίγο
τη μικρή της γειτονιάς
να την πάρω και να φύγω
Αθανάσιος Κυριαζής
(1888-1950)

ΜΙΜΗΣΗ


( ΧΑΡΙΣΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ Γ. ΔΡΟΣΙΝΗ)

Κάτου από μιαν αμυγδαλιά λευκή
πούχε τα χρώματα όλα του Γενάρη
θελήσαμε κι οι δύο περαστικοί
ένα κλαρί καθένας μας να πάρει

Είταν , εκείνη , τόσο ιδανική
κι ανατινάχτηκε με τέτοια χάρη
για να το σώσει, που με μιας εκεί
ασπρίσαν τα μαλλάκια της κι εχάρη….

Τα μπουμπουκάκια επέφτανε χαλάζι
- Σα τόκοψε να το σφιχταγκαλιάσει –
κι έτσι ανθοστόλιστη, είχε αναγαλλιάσει

Χωρίς την πικρομήνυτη χιονιά
που την ψυχή μας κάνει να δειλιάζει
η ξέγνοιαστη να νοιώσει , ομορφονιά…

Θέμος Αμούργης

(που να τον ανακαλύψουν τα φιλολογάκια...)

ΒΑΡΥΧΕΙΜΩΝΙΑ


Της γέρικης ελιάς αναταράζει
τη φυλλωσιά και τους ιστούς της λυώνει
σε φως , τα ασημοκαμωμένο χιόνι
καθώς , ηλιοπερίχυτο , σταλάζει.

Τώρα …. της γερατιάς της το μαράζι
οι πόθοι , οι ελπίδες της κι οι πόνοι
ως τα ασπροφύλλωμα , νυφούλα, απλώνει
μια ανάσταση αγροικά κι αναγαλλιάζει.

Και στην ψυχή της μέσα, απ’ όσα κλείνει
κάποιο όνειρο εζωντάνεψε, αναδίνει
και την γητεύει , τώρα , πλανερά

Έτσι έχουνε ψυχή μου και σε μένα
τα σάβανα παρόμοια ετοιμασμένα
κι ακόμα σύ πιστεύεις στη χαρά…

Θέμος Αμούργης


Μην ψάχνετε τον ποιητή. Δεν τον έχει το Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Πατάκη

Sunday, February 10, 2008

ΕΛΙΑ


Στην κουφάλα σου εφώλιασε μελίσσι
γέρικη ελιά , που γέρνεις με τη λίγη
πρασινάδα που ακόμα σε τυλίγει
σα νάθελε να σε νεκροστολίσει.

Και το κάθε πουλάκι στο μεθύσι
της αγάπης πιπίζοντας , ανοίγει
στο κλαρί σου ερωτιάρικο κυνήγι,
στο κλαρί σου που δε θα ξανανθίσει.

Ω πόσο στη θανή θα σε γλυκάνουν,
με τη μαγευτική βοή που κάνουν
ολοζώντανης νιότης ομορφάδες

που σα θύμησες μέσα σου πληθαίνουν.
Ω να μπορούσαν έτσι να πεθαίνουν
Κι άλλες ψυχές, της ψυχής σου αδερφάδες.
ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ


Στη δημοσιά, στη πέτρα πλάι εκείνη
το δέντρο που θωρείς μοναχικό
ξεράθηκε από τότε που έχει γίνει
στη ρίζα του, μια νύχτα, φονικό.

Σαράντα καλοκαίρια που δεν δίνει
στον πεζοδρόμον ίσκιο και καρπό.
Κι ειν’ ο κορμός του στέρφος που έχει μείνει
σα φίδι μαυροκέφαλο κι’ ορθό.

Στα κλαριά του ,λένε, δεν κουρνιάζει
πουλάκι διαβατάρικο ή τζιτζίκι.
Και κάποτε, που η νύχτα το σκεπάζει

φωνή απ’ την κουφάλα του αναδίνει,
κράζει τα κλαδιά, μιλεί, κι ω φρίκη,
- Δικαιοσύνη, λέει, δικαιοσύνη.

Αιμιλία Δάφνη

Saturday, February 09, 2008

ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ




Τίνος χέρι να σ’ έσπειρε, ποια ώρα
λατρεμού; Συλλογιέσαι; Κοιμάσαι;
Από ποιού χρυσόνειρου τη χώρα
δέντρο , κρίνο, όραμα ήρθες: Τι να σαι;

Βλέποντάς σε γαλήνεψε η μπόρα,
σου μηνάει κ’ η Σελήνη: - Άστρο μου, άσε
να συρθώ προς εσέ μυροφόρα
η χλωμή σου αδερφή. Με θυμάσαι;

Κι αν η ρίζα σε δένη, η θωριά σου
πως είν’ έτοιμη ανάερη να φύγη;
Κι’ αν πετούμενο πού τα φτερά σου;

Του προφήτη η ματιά σε ξανοίγει
με αναστάσιμου αγγέλου το σχήμα
να κυλάς το λιθάρι απ’ το μνήμα.


ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

(Από τη συλλογή "ΤΑ ΠΑΡΑΚΑΙΡΑ")