Ήμουν στην
Πράγα κι’ έπεφτε σκοτάδι,
με τ’ όνειρο του
Κάφκα ταξιδιώτης
σε Πύργο κατασκότεινο δεσμώτης
προσμένοντας μιας
Δίκης το σημάδι
Ήμουν στην Πράγα. Μου ‘λειπε το
χάδι
- Μιλένα
ποιός να σ’ έκλεψεν ιππότης;-
Στης αγοράς τα καπηλειά συμπότης
με κάποιους κολασμένους απ’ τον Άδη...
Κι έγραφα γράμμα πίκρας στον Πατέρα
-Θρησκεία κι οικογένεια – Πατρίδα ! –
Πως άλλαξα σε μαύρη κατσαρίδα;
Ποιό κρίμα μου βαραίνει τον αγέρα;
Γίνηκε ο κόσμος σιχαμένη μηχανή
και κάθε μέρα μου χαράζει την ποινή.
ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ