Wednesday, January 02, 2008

ΤΟΥΡΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ

Την ώρα που φυσούσε μ' όλη τη δύναμη του στέρνου του
κι έσβυνε , όλα με μιας , και τα τριάντα τρία κεριά
κι οι άλλοι , ανύποπτοι, τσούγκριζαν τα ποτήρια τους
και τον χειροκροτούσαν -
πως μπήκε εκεί, πώς τρύπωσε μες στο μυαλό του,
-αχ πως δεν επρονόησε να φράξει τις ρωγμές,
τις επικίνδυνες απατηλές ρωγμές του εγκεφάλου-
πως παρεισέφρυσε παρείσακτη η σκέψη,
και εξογκώθηκε ραγδαία σαν τον καρκίνο,
επίμονη, αδηφάγος, μοχθηρή,
πως να,
έτσι περίπου,
σαν με ένα φύσημα
έσβησαν και χαθήκανε τα τριάντα τρία του χρόνια
κι ανάμεσά τους τα καλύτερη και τα μοναδικά

Ανέστης Ευαγγέλου

ΜΑΝΤΙΚΗ

Βαλαντωμένη τουρκογύφτισσα του δρόμου,
τί θες; να ξαναειπώ τα που πες και ξανάπες:
Οχτρό δεν ξέρω εγώ. Δε γνοιάζομαι για αγάπες.
Κι άλλον για θάνατο δεν έχω πιά εδικό μου.

Με καταράστηκες, καταραμένη να' σαι
σκληρή που περιφρόνησα τη μαντική σου;
Σα βόλια σφύριξες δυό λόγια - για θυμήσου:
"Ίσκιος θα σ' αφανίση. Ανθρώπου μή φοβάσαι"

Τέλλος Άγρας