Της Φρόσως ο λεγάμενος, ο ράθυμος Τζωρτζής,
Ντερβίσης ή προφέσορας, ή τζες , ή χιμπατζής,
πούχε ντεπόζιτο καρδιά,
συχνά κάθε που αφίνονταν μονάχος στους καημούς του
ένα σκοπό μολόγαγε, που λες, για χάρη γούστου
με κομπολόι συνοδιά.
Τσικ, τσικ, τσικ, κι η τρεμάμενη βραχνάδα της θαμπής
φωνής του, στο βελούδινο αντηχούσε της νυχτιάς
κι αν πεις και για τις νότες τις ψηλές – ξεφάντωμα ερωτιάς-
ξεσπούσαν σ’ ένα σέρτικο σεβντά νοσταλγικόν
ως σκαρφαλώναν στις Κεράς του το μπαλκόνι,
που χε τη γλάστρα διαπασών
με το βασιλικό για να τον μαραζώνει.
Κι ώρες γλυκοπικράμενος απόμνεσκ’ επειδή
Καρτέρα να τη δει
Να ξεπροβάλει στου παράθυρου την άκρη.
Και τόπνιγε σαν τούρχονταν στα μάτια του το δάκρυ,
Γιατί δεν κλαίν οι άντρες,
Τσικ, τσικ, μον’ άκουες ρυθμικά, σιγά να κλαίν οι χάντρες.
ΝΤΙΝΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
(περιοδικό ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ τεύχος 17
15/10/1948)
Tuesday, September 25, 2007
Saturday, September 22, 2007
Friday, September 14, 2007
ΙΕΡΗ ΜΝΗΜΗ
Στη μνήμη σου μάνα - έξι χρόνια τώρα....
Η ΠΥΛΗ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
Βουίζει βραδινός στο παραθύρι
άνεμος του Δεκέμβρη παγερός.
Γνώριμο του θανάτου πανηγύρι
των πεθαμένων φύλλων ο χορός.
----------
Πρόσωπο που χάνεται στο τζάμι
και βαθύς , αγιάτρευτος καημός.
Δάκρυ στων ειδώλων το ποτάμι
της βροχής οδύνη και θυμός..
----------
Λέξεις που παγώνουνε στα χείλη
- μάνα μου- και μένω σιωπηλός.
Στέκεις στων ονείρων μου την πύλη
τώρα που σε σκέπασε πηλός…
ΦΥΣΑΕΙ
Μες στα σκοτάδια κι' η μορφή σου
που έχει για πάντα σκεπαστεί ,
- τυφλός στη πύλη της αβύσσου
γερτός στη μαύρη κουπαστή -
μάνα , μια μνήμη που δαγκώνει,
σκιά στην άδεια τη γωνιά …
Κι' είμαι το δέντρο που παγώνει
γυμνό, στου χρόνου το χιονιά.
Μάνα, φυσάει σ' αυτό τ' αστέρι…
Τρέμω …Ποιο μάτι να με δει;
Γιατί δε μου κρατάς το χέρι
σαν τότε που ήμουνα παιδί;
ΣΙΓΗ
Στη σκόνη που σκεπάζει τη σιγή ,
στον παγωμένο χρόνο που ραγίζει
του σκοταδιού το χέρι να μ' αγγίζει,
να αιμορραγεί της μνήμης η πληγή.
---------------
Τρέμοντας στων ονείρων τη φυγή
το γυμνωμένο δέντρο να λυγίζει
και στο μηδέν να στέκουν οι ζυγοί
της μοίρας της αμείλικτης που ορίζει.
---------------
Και να ΄σαι μακρινή, μισοσβησμένη
γραφή πάνω στην άμμο ξεχασμένη
κι΄ αίνιγμα που κανένας δε θα λύσει ,
---------------
Μάνα μου, μια λύπη που σωπαίνει,
γιατί ΄ναι μάταιο, μάταιο να μιλήσει…
Ποιος για μας το λίθο θα κυλήσει;
ΠΙΚΡΟΕΤΗΣ
Σύντομες μέρες , σύντομα τα χρόνια…
Τα φύλλα με το φόβο του χειμώνα
κιτρίνισαν . Τρομάξανε τ' αηδόνια
κι ερημωμένα τα κλαδιά και μόνα.
----------------
Και στο θολό καθρέφτη μια μορφή
μελαγχολεί. Συνέχεια μεγαλώνει.
Κι΄ η μνήμη σου , το τελευταίο καρφί
σ΄ ένα λευκό σταυρό με προσηλώνει.
-----------------
Γερνώ και σπέρνω λέξεις στο κενό,
διψώ για της μητέρας το φιλί
που ράγισε το μαύρον ουρανό…
Ποιόν αλυχτά τ΄ αδέσποτο σκυλί ;
Η ΞΕΝΗ
“ Es ist die Seele ein Fremdes auf Erden"
Georg Trakl
Θυμάται τ΄ άλλο φως και νοσταλγεί
μια θάλασσα π΄ ασάλευτη νυχτώνει.
Το γιασεμί το δρόμο της μυρώνει
ριγώντας στων ωρών την αλλαγή.
------------
Και των αγρών την ήρεμη σιγή
τ΄ ακούραστο ραγίζει το τριζόνι.
Καθρέφτης μυστικός εξομοιώνει
με τα φτερά της μνήμης την πληγή.
-------------
Το μάρμαρο χαιδεύει κι΄ επιμένει
τη σάρκα να γυρεύει τη φθαρμένη,
το χάδι μιας ατέλειωτης στοργής,
-------------
και σκύβει μοναχή και φοβισμένη
τον ψίθυρο ν’ ακούσει της πηγής:
"Είν’ η ψυχή μια ξένη επί γης"
NEKYIA
Κήπος του ονείρου.
Ο ήλιος βούλιαζε
και στα φύλλα της μηλιάς
γλιστρούσεν η σκιά μου,
πρόσταγμα σιωπής
στων τζιτζικιών την τάξη.
Στο μικρό αυλάκι
έρμαιο το φύλλο της ελιάς
κι ο Οδυσσέας των μυρμηγκιών
για τη νήσο των μακαρίων.
Κάπνιζε ακόμα το τζάκι μας...
Όλο μου το αίμα
κι όλα μου τα δάκρυα
πλημμύριζαν τους λάκκους.
Κι εσύ έπινες,
έπινες αχόρταγα ,μάνα μου,
και δε με γνώριζες
ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ
Η ΠΥΛΗ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
Βουίζει βραδινός στο παραθύρι
άνεμος του Δεκέμβρη παγερός.
Γνώριμο του θανάτου πανηγύρι
των πεθαμένων φύλλων ο χορός.
----------
Πρόσωπο που χάνεται στο τζάμι
και βαθύς , αγιάτρευτος καημός.
Δάκρυ στων ειδώλων το ποτάμι
της βροχής οδύνη και θυμός..
----------
Λέξεις που παγώνουνε στα χείλη
- μάνα μου- και μένω σιωπηλός.
Στέκεις στων ονείρων μου την πύλη
τώρα που σε σκέπασε πηλός…
ΦΥΣΑΕΙ
Μες στα σκοτάδια κι' η μορφή σου
που έχει για πάντα σκεπαστεί ,
- τυφλός στη πύλη της αβύσσου
γερτός στη μαύρη κουπαστή -
μάνα , μια μνήμη που δαγκώνει,
σκιά στην άδεια τη γωνιά …
Κι' είμαι το δέντρο που παγώνει
γυμνό, στου χρόνου το χιονιά.
Μάνα, φυσάει σ' αυτό τ' αστέρι…
Τρέμω …Ποιο μάτι να με δει;
Γιατί δε μου κρατάς το χέρι
σαν τότε που ήμουνα παιδί;
ΣΙΓΗ
Στη σκόνη που σκεπάζει τη σιγή ,
στον παγωμένο χρόνο που ραγίζει
του σκοταδιού το χέρι να μ' αγγίζει,
να αιμορραγεί της μνήμης η πληγή.
---------------
Τρέμοντας στων ονείρων τη φυγή
το γυμνωμένο δέντρο να λυγίζει
και στο μηδέν να στέκουν οι ζυγοί
της μοίρας της αμείλικτης που ορίζει.
---------------
Και να ΄σαι μακρινή, μισοσβησμένη
γραφή πάνω στην άμμο ξεχασμένη
κι΄ αίνιγμα που κανένας δε θα λύσει ,
---------------
Μάνα μου, μια λύπη που σωπαίνει,
γιατί ΄ναι μάταιο, μάταιο να μιλήσει…
Ποιος για μας το λίθο θα κυλήσει;
ΠΙΚΡΟΕΤΗΣ
Σύντομες μέρες , σύντομα τα χρόνια…
Τα φύλλα με το φόβο του χειμώνα
κιτρίνισαν . Τρομάξανε τ' αηδόνια
κι ερημωμένα τα κλαδιά και μόνα.
----------------
Και στο θολό καθρέφτη μια μορφή
μελαγχολεί. Συνέχεια μεγαλώνει.
Κι΄ η μνήμη σου , το τελευταίο καρφί
σ΄ ένα λευκό σταυρό με προσηλώνει.
-----------------
Γερνώ και σπέρνω λέξεις στο κενό,
διψώ για της μητέρας το φιλί
που ράγισε το μαύρον ουρανό…
Ποιόν αλυχτά τ΄ αδέσποτο σκυλί ;
Η ΞΕΝΗ
“ Es ist die Seele ein Fremdes auf Erden"
Georg Trakl
Θυμάται τ΄ άλλο φως και νοσταλγεί
μια θάλασσα π΄ ασάλευτη νυχτώνει.
Το γιασεμί το δρόμο της μυρώνει
ριγώντας στων ωρών την αλλαγή.
------------
Και των αγρών την ήρεμη σιγή
τ΄ ακούραστο ραγίζει το τριζόνι.
Καθρέφτης μυστικός εξομοιώνει
με τα φτερά της μνήμης την πληγή.
-------------
Το μάρμαρο χαιδεύει κι΄ επιμένει
τη σάρκα να γυρεύει τη φθαρμένη,
το χάδι μιας ατέλειωτης στοργής,
-------------
και σκύβει μοναχή και φοβισμένη
τον ψίθυρο ν’ ακούσει της πηγής:
"Είν’ η ψυχή μια ξένη επί γης"
NEKYIA
Κήπος του ονείρου.
Ο ήλιος βούλιαζε
και στα φύλλα της μηλιάς
γλιστρούσεν η σκιά μου,
πρόσταγμα σιωπής
στων τζιτζικιών την τάξη.
Στο μικρό αυλάκι
έρμαιο το φύλλο της ελιάς
κι ο Οδυσσέας των μυρμηγκιών
για τη νήσο των μακαρίων.
Κάπνιζε ακόμα το τζάκι μας...
Όλο μου το αίμα
κι όλα μου τα δάκρυα
πλημμύριζαν τους λάκκους.
Κι εσύ έπινες,
έπινες αχόρταγα ,μάνα μου,
και δε με γνώριζες
ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ
Wednesday, September 12, 2007
Η ΜΟΙΡΑ ΤΩΝ ΣΤΙΧΩΝ
Να είμαι ποιητής δεν είναι φιλοδοξία δική μου.
Είναι δικός μου τρόπος να 'μαι μόνος
Τέτοια είναι η μοίρα των στίχων.
Τους έγραψα κι οφείλω σ' όλους να τους επιδείξω
γιατί τ' αντίθετο δεν μπορώ να κάμω,
όπως το λουλούδι δεν μπορεί το χρώμα να κρύψει,
μήτε το ποτάμι να κρύψει πως τρέχει
μήτε το δέντρο να κρύψει πως δίνει καρπό
ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ
(από τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΛΜΠΕΡΤΟ ΚΑΕΪΡΟ μετ. Φ. Δρακονταειδής)
Είναι δικός μου τρόπος να 'μαι μόνος
Τέτοια είναι η μοίρα των στίχων.
Τους έγραψα κι οφείλω σ' όλους να τους επιδείξω
γιατί τ' αντίθετο δεν μπορώ να κάμω,
όπως το λουλούδι δεν μπορεί το χρώμα να κρύψει,
μήτε το ποτάμι να κρύψει πως τρέχει
μήτε το δέντρο να κρύψει πως δίνει καρπό
ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ
(από τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΛΜΠΕΡΤΟ ΚΑΕΪΡΟ μετ. Φ. Δρακονταειδής)
Tuesday, September 11, 2007
ΚΑΚΟΣ;
Αφιερωμένο εξαιρετικά...
Κακός; Μακάρι να είσουνα. Κάτι χειρότερο είσαι.
Απλωσες χέρι ανάξιο στη λύρα την ιερή,
και πήρεν όχλος άμαθος το πεζοδρόμιο τρίκλισμα
για το τραγούδι το χρυσόφτερο. Κι εσύ
θρονιάστηκες αστόχαστος παράπλευρα στον Ποιητή,
και μήτε βρέθηκε κανείς να σε τραβήξη, κοίτα!
Κι όμως αντί να σε καταφρονέση ο δίκαιος, ωργίστηκε.
Όμως μια δόξα είναι για σε του στίχου του η σαϊτα!
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ "Η ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΖΩΗ" (Εκατό φωνές -18)
(επειδή χρειάζεται η προσφυγή στους παλιούς για να καταλάβει "το ανθρωπάκι")
Κακός; Μακάρι να είσουνα. Κάτι χειρότερο είσαι.
Απλωσες χέρι ανάξιο στη λύρα την ιερή,
και πήρεν όχλος άμαθος το πεζοδρόμιο τρίκλισμα
για το τραγούδι το χρυσόφτερο. Κι εσύ
θρονιάστηκες αστόχαστος παράπλευρα στον Ποιητή,
και μήτε βρέθηκε κανείς να σε τραβήξη, κοίτα!
Κι όμως αντί να σε καταφρονέση ο δίκαιος, ωργίστηκε.
Όμως μια δόξα είναι για σε του στίχου του η σαϊτα!
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ "Η ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΖΩΗ" (Εκατό φωνές -18)
(επειδή χρειάζεται η προσφυγή στους παλιούς για να καταλάβει "το ανθρωπάκι")
Thursday, September 06, 2007
ΠΑΡΑ ΘΙΝ' ΑΛΟΣ (Χαι-Κου)
Ι
Ντυμένη με φως.
Ακίνητη στο βράχο
Οφθαλμαπάτη
ΙΙ
Γεμάτος θλίψη
ο ξεχασμένος φάρος
φεγγοβολούσε
ΙΙΙ
Λευκά στους βράχους
Ακροβατούν της μνήμης:
Θαλασσοπούλια
IV
Όνειρο βαθύ:
Μεταξωτό πέλαγος
Πέρα στη δύση
V
Στην υγρήν άμμο
Το κέλυφος του χρόνου
Λησμονημένο
ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ
Ντυμένη με φως.
Ακίνητη στο βράχο
Οφθαλμαπάτη
ΙΙ
Γεμάτος θλίψη
ο ξεχασμένος φάρος
φεγγοβολούσε
ΙΙΙ
Λευκά στους βράχους
Ακροβατούν της μνήμης:
Θαλασσοπούλια
IV
Όνειρο βαθύ:
Μεταξωτό πέλαγος
Πέρα στη δύση
V
Στην υγρήν άμμο
Το κέλυφος του χρόνου
Λησμονημένο
ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ
Subscribe to:
Posts (Atom)