
Ωστόσο,
πάρε τ΄ αυλάκι των λυγμών μας μονοπάτι,
κι έλα στο σπίτι μας Μητέρα.
Άδεια η γωνιά σου, φουσκωμένο το παλτό σου
με γήινο, ασφυκτικό αγέρα.
Το κουταλάκι που ΄φερνες στα χείλη
πίνει τον ήλιο απ’ το παράθυρό σου .
Ανάσκελα κοιτάει τον ουρανό σου.
Ανατριχιάζω.
Αχρείαστο, λοιπόν, το κουταλάκι
που δρόσιζε των τελευταίων σου στιγμών τη δίψα;
Τώρα τα μάτια σου ορθάνοιχτα στο θαύμα.
Σε ατελεύτητη ευφροσύνη τυλιγμένα,
αντέχουν τη φθαρτότητα του τάφου.
Τα χείλη σου αρνούνται το μικρό σου κουταλάκι.
Σε αιχμαλώτισε του απρόοπτου η έλξη;
Όμως, εγώ, βυθίζομαι στη βεβαιότητα του τάφου,
καθώς εσύ ανηφορίζεις
στους καταρράχτες του φωτός της άλλης όχθης.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ-ΠΑΝΟΥ
(Από τη συλλογή «ΤΟ ΦΤΕΡΟΥΓΙΣΜΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ» (1979)