Η Ιθάκη του Καβάφη. Ο Οδυσσέας του Ομήρου, ο Οδυσσέας του Σοφοκλή στο Φιλοκτήτη, ο Οδυσσέας του Τέννυσον, ο Οδυσσέας του Μπόρχες , ο Οδυσσέας του Βάρναλη στο αληθινό ημερολόγιο της Πηνελόπης , η Οδύσσεια του Καζαντζάκη (κι ακόμα η ιδιαίτερη επισήμανσή του «πως η καρδιά του ανθρώπου είναι ένας λάκκος αίμα και πέφτουν απάνω μπρούμυτα οι αγαπημένοι νεκροί και σου πίνουν το αίμα να ξεδιψάσουν, κι όσο πιο αγαπημένοι σου είναι τόσο και περισσότερο αίμα σου πίνουν…») - ο άλλος Οδυσσέας του Τζόυς . Αυτά τα λίγα πρόχειρα ….
Ας αφεθώ στον τρόμο του Ομήρου:
«Τοίσι δε και μετέειπε Θεοκλύμενος θεοειδής.
Α δειλοί τι κακόν πάσχετε; Νυκτί μεν υμέων
Ειλύαται κεφαλαί τε πρόσωπα τε νέρθε τε γούνα,
Οιμωγή δε δέδηε, δεδάκρυνται δε παρειαί
Αίματι δ’ ερράδαται τοίχοι καλαί τε μεσόδμαι.
Ειδώλων δε πλέον πρόθυρον , πλείη δε και αυλή
ιεμένων ερεσβόσδε υπό ζόφον . Ηέλιος δε
ουρανού εξαπόλωλε , κακή δ’ επιδέδρομεν αχλύς…» (Υ 350-357)
Τότε ο Θεοκλύμενος , θεόμορφος στην όψη .
Α ! δύστυχοι τι συμφορά σας καρτερεί. Σκοτάδι
κυκλώνει τα κεφάλια σας , τα πρόσωπα, τα πόδια,
Άναψε ο θρήνος , τα δάκρυα να στα μάγουλα σας τρέχουν
Και τα ωραία μεσόστυλα κι οι τοίχοι στάζουν αίμα.
Γεμάτο είναι το πρόσπιτο κι όλη η αυλή από ήσκιους
νεκρών , που μεσ’ στ’ ανήλιαγο σκοτάδι όλο και τρέχουν.
Χάθηκε ο ήλιος , πλάκωσε παντού πηχτή θολούρα…»
(μετάφραση Ζήσιμου Σιδέρη)
Ας αφεθώ στον τρόμο του Ομήρου:
«Τοίσι δε και μετέειπε Θεοκλύμενος θεοειδής.
Α δειλοί τι κακόν πάσχετε; Νυκτί μεν υμέων
Ειλύαται κεφαλαί τε πρόσωπα τε νέρθε τε γούνα,
Οιμωγή δε δέδηε, δεδάκρυνται δε παρειαί
Αίματι δ’ ερράδαται τοίχοι καλαί τε μεσόδμαι.
Ειδώλων δε πλέον πρόθυρον , πλείη δε και αυλή
ιεμένων ερεσβόσδε υπό ζόφον . Ηέλιος δε
ουρανού εξαπόλωλε , κακή δ’ επιδέδρομεν αχλύς…» (Υ 350-357)
Τότε ο Θεοκλύμενος , θεόμορφος στην όψη .
Α ! δύστυχοι τι συμφορά σας καρτερεί. Σκοτάδι
κυκλώνει τα κεφάλια σας , τα πρόσωπα, τα πόδια,
Άναψε ο θρήνος , τα δάκρυα να στα μάγουλα σας τρέχουν
Και τα ωραία μεσόστυλα κι οι τοίχοι στάζουν αίμα.
Γεμάτο είναι το πρόσπιτο κι όλη η αυλή από ήσκιους
νεκρών , που μεσ’ στ’ ανήλιαγο σκοτάδι όλο και τρέχουν.
Χάθηκε ο ήλιος , πλάκωσε παντού πηχτή θολούρα…»
(μετάφραση Ζήσιμου Σιδέρη)