και μια μανόλια μας κοιτά,ωχρή, στο παραθύρι.
Κρασί της νύχτας, σκοτεινό, σπιθίζει στο ποτήρι
και της αγάπης τα μαλλιά και τη μορφή γυαλίζει.
Τ΄ άστρα της νύχτας, τα πυκνά, σκορπά το καλοκαίρι
κι η ανάμνηση της νιότης μου τη φυλλωσιά μυρώνει.
Σε λίγο μούχλα θάμαστε - χεράκια μου- και σκόνη:
Αύριο, μεθαύριο, σήμερα, τάχα ποιός να το ξέρει;
ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ
(πάνω στο ποίημα του H.HESSE " Sommerabend" )
5 comments:
Έχει το άρωμα της μανόλιας...
Καλησπέρα
@ Τάσο μου , εσύ ξέρεις τί θυμίζει αυτό το άρωμα, και τα λουλούδια της μανόλιας... Εκεί στο Οροπέδιο...
Καλέ μου φίλε
είχε το μελάνι ανάσα λύπης, ε;
Γι` αυτό ο ποιητής
για να βλέπει
την επαύριο ευθάνατο αθάνατο ευατόν
Μα εσύ κρατιέσαι γραφή
γερά στο σπασμένο χέρι του Ερμή
Έτσι δεν είναι;
Τα χέρια ενός ποιητή ποτέ δεν γίνονται μούχλα
Μου αρέσει η ομοιοκαταληξία
1ος 4ος/ 2ος 3ος στίχοι.
Πώς λεγεται? σταυρωτή?
Ωραία είναι πλεγμένο weaver
@ Σωκράτη : Ποιός Ερμής να προστατεύσει , φίλε μου, εμάς τους Ερμοκοπίδες του στίχου;
@ ναταλία: Το φριχτότερο είναι οταν γεμίζουν μούχλα τα μυαλά των ανθρώπων και ειδικότερα των ποιητών...
Post a Comment