Friday, September 29, 2006

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Φεύγουμε φίλε - το βαρκάρη πλήρωσε -
κι έχουμε χώμα στα χέρια και το στόμα.
Μα είν' η φωτιά , που κάποτε μας πύρωσε,
και βγάζει σπίθες και μας καίει ακόμα...

ΓΙΟΥΡΙ ΤΚΑΤΣΕΝΚΟ
(Απόδοση απο τα Ρωσικά Γ.Κ.ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ)

Thursday, September 28, 2006

ΜΙΚΡΗ ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ (Χαι-κου)


1. Κόκκινα χείλη
χωρίς κανένα φόβο.
Θυμήσου σώμα...
************************
2. Σχεδόν σβησμένα
τα λατρεμένα χείλη.
Σκοτεινιάζει...
****************************
3. Είχα το σώμα,
τη σάρκα που ήθελα
ώρες και ώρες
***************************
4. Μνήμη των ωρών:
Στην πέτρα την αρχαία
επιγράμματα.

Wednesday, September 27, 2006

ΑΣΣΟΣ ΣΤΟ ΜΑΝΙΚΙ


Απρίλης 1990. Βουλευτικές εκλογές (οι τρίτες στη σειρά) . Έχω διοριστεί δικαστικός αντιπρόσωπος στο χωριό Κ. της Μαγνησίας . Τμήμα Γυναικών. Η ψηφοφορία κυλά ομαλά. Η εμπειρία μου λέει οτι η μεγάλη φούρια αρχίζει μόλις τελειώσει η εκκλησία , διακόπτεται γύρω στις μία το μεσημέρι και ξαναρχίζει μετά το φαγητό. Όπως το περιμένω ,γύρω στις 11 δημιουργείται μιά μικρή ουρά , αλλά η τάξη αδιασάλευτη. Μία- μία μπαίνουν οι εκλογείς χωρίς θεαματικά και φοβερά.
Τότε γύρω στις 11.30 μιά μαυροφορεμένη ηλικιωμένη γυναίκα , συνοδευόμενη απο μιά καλοντυμένη μεσόκοπη κυρία φθάνουν στην αίθουσα. Η μεσόκοπη με παρακαλεί να πάω κι εγώ στο παραβάν και να βοηθήσω τη γιαγιά να ψηφίσει ( να βάλει τα ψηφοδέλτια στο φάκελο) γιατί τρέμουν τα χέρια της. Ρωτάω άν έχει ψηφοδέλτιο μαζί της η γιαγιά (πράγμα συνηθισμένο στους μεγάλης ηλικίας και ιδίως στους περιορισμένων γραμματικών γνώσεων ψηφοφόρους). Μου απαντάει καταφατικά. Καθώς συνοδεύω τη γιαγιά στο παραβάν ακούγεται η φωνή της μεσόκοπης , προστακτική "Όπως είπαμε, μητέρα..." . Κλείνουμε το παραβάν . Η γιαγιά με τρεμάμενο χέρι βγάζει απ' την τσέπη της ζακέτας ένα ψηφοδέλτιο. Απλώνω το χέρι να το πάρω για να το βάλω στο φάκελο. Με το δάχτυλο στα χείλη μου κάνει νόημα να σωπάσω...Αφήνει το ψηφοδέλτιο στο σωρό. Βγάζει απ' το μανίκι άλλο ψηφοδέλτιο και μου του δίνει να το βάλω στο φάκελο. Τα μάτια της λάμπουν . Της κλείνω πονηρά το μάτι. Μου χαμογελά. Βγαίνουμε. Χαρούμενη ρίχνει στην κάλπη το φάκελο. Ακολουθεί σιωπηλά τη νύφη της .... (Όπως είπαμε, μητέρα) . Η Δημοκρατία έχει νικήσει για ακόμα μιά φορά το Φασισμό....

Tuesday, September 26, 2006

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ


Το κρέπι του φθινόπωρου σκεπάζει μου τα μάκρη,
μιά μπόρα ήλιου στων δασών απλώνεται την άκρη
και το ωραίο όνειρο του θέρους τελειώνει,
σβήνουνε τ' άστρα της ζωής τα πλέον φωτεινά.

Κάποια σκιά διαβαίνει. Στα πόδια μου μπροστά
να πέσει αφήνει ένα τσαμπί κόκκινες ρόγες.
Στέκομαι, την κοιτάζω, μέσα στα δέντρα να γυρνά
και κρύος αγέρας με φυσά, χαιρετισμός θανάτου.

RICARDA HUCH (1864-1947)
(Ελεύθερη απόδοση από τα Γερμανικά Γ.Κ.ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ)

Monday, September 25, 2006

ΠΑΙΔΟΥΛΑ

Κρέμονται απόψε ως με τη γη βαριά τσαμπιά τ' αστέρια.
Καιρός του τρύγου στ΄ουρανού το ασημένιο αμπέλι.
Μα είναι μικρά και δε μπορούν τα τρυφερά της χέρια
να κόψουνε το πιό λαμπρό, που για παιγνίδι θέλει.

Κι έτσι όπως στέκει και γελά και το χεράκι απλώνει
παιδούλα, που είν' του πιό μικρού αγγέλου αγαπημένη,
θαρρείς και γέρνουν μονομιάς του Σύμπαντος οι κλώνοι
να πέσουν στα πόδια της, πιστοί κι υποταγμένοι.

Sunday, September 24, 2006

ΤΟΥ ΧΙΝΟΠΩΡΟΥ Η ΠΛΗΓΗ

Φλούδες ονείρων πέφτουνε στη γή
Κομμάτια μιάς αγάπης ξεραμένα…
Το καλοκαίρι τώρα τέλειωσε για μένα
Κι ανοίγει πάλι του χινόπωρου η πληγή.

Του έρωτα μου πώς ν αντέξω τη σιγή;
Τα σύρματα του πόθου μου κομμένα.
Πρόσωπα που κοιτάζουνε θλιμμένα
κι όλα ετοιμάζουν μιαν αγύριστη φυγή.

Ό,τι αγάπησα μαραίνεται και σβήνει.
Τον ίσκιο μου γαβγίζει το σκυλί
και φτάνει της βροχής το κρύο φιλί
τη σκονισμένη σάρκα να μου πλύνει.

Κι ακόμα το τραγούδι, το τραγούδι,
όμοιο με της αράχνης τον ιστό
πάν' από το βωμό μου το σβηστό
απλώνεται σαν πένθιμο λουλούδι.

Saturday, September 23, 2006

ΒΡΟΧΗ












Στάλες αργές, μονότονες στα φύλλα,
που κλαίνε σιωπηλά το χωρισμό.
Στο δρόμο που δεν έχει γυρισμό
τρέμουν κρυφά τα μέταλλα τα ξύλα.
------------
Και μέσα μου ξυπνά μ΄ ένα λυγμό
του κόσμου το πανάρχαιο σαράκι.
Και χύνεται της μνήμης το φαρμάκι
στου νου μου τον αδιάκοπο σφυγμό.
------------
Θολό μες απ' τα σύννεφα το φώς
τα μάτια μου βαραίνει μουσκεμένο
και μάταια ν αστράψει περιμένω
κι ο έρωτας του πόνου αδερφός.
------------
Είν' έρμαια στα χέρια του κενού
του κόσμου όλα τα ύψη και τα βάθη.
Στον κήπο της αγάπης που εμαράθη
πέφτουν πικρά τα δάκρυα τ' ουρανού.
**********************************
Από τη συλλογή "Το ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ"

Thursday, September 21, 2006

ΛΥΚΟΣ

Στον Βάνια

Της θλίψης μου χαράξαν το γρανίτη
τα λόγια σου, παράξενη βροχή...
Κι ο λύκος , μ' ανεμόδαρτη ψυχή
ουρλιάζει στης καρδιάς μου το φεγγίτη.

ΓΙΟΥΡΙ ΤΚΑΤΣΕΝΚΟ
(Απόδοση από τα Ρωσικά Γ.Κ.ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ)

Wednesday, September 13, 2006

ΓΑΛΑΖΙΑ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ









Αγέρας τη σέρνει. Φτερουγίζει
μια γαλάζια πεταλούδα, μικρή.
Ένα ρίγος ιερό από σεντέφι
λάμπει, αστράφτει και περνά.
Έτσι με ματιά που πεταρίζει
στον αγέρα που φεύγει αντικρύ
είδα την ευτυχία να μου γνέφει
να λάμπει , ν αστράφτει, να περνά ...

HERMANN HESSE "BLAUER SCHMETTERLING"
(Απόδοση στα Ελληνικά Γ.Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ)

Monday, September 11, 2006

ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ (και άλλα σπαράγματα)










1. 10 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ......

Κάθε χρόνο , την ίδια πάντα μέρα, προβάρει στον καθρέφτη (χαλασμένο απο την υγρασία) το φράκο για την απονομή. Περισσεύει λίγο η ουρά του....

2. Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Κάθε πρωί μπροστά στον καθρέφτη μονολογούσε: "Τι μεγάλος ποιητής κατάντησα..."

3. Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΦΑΝΟΥΣ

Μπροστά στον καθρέφτη , έκπληκτος, παρατήρησε το προφανές: Πολλαπλασίαζε την πραγματικότητα επί δύο

4. ΔΕΛΕΑΡ

Μαύρη σκιά που φτερουγίζει σε μιά αρχαία προσευχή...Στο βάθος πέφτει μαύρη νύχτα. Μέσα στο βυθό της μοναξιάς μου ακούω το μαύρο, μαύρο, μαύρο λύκο να ουρλιάζει για το χαμένο κουτάβι στα περιχωρα της Αντιόχειας.

5. ΠΡΟΒΟΚΑΤΟΡΑΣ

Και κείνος ο καθρέφτης , προβοκάτορας του χρόνου, να ψιθυρίζει ακατάπαυστα "Venceremos , venceremos..."

6. ΣΚΙΑ ΤΩΝ ΜΕΛΛΟΝΤΩΝ

Στη θύρα του λόγου, με το χέρι απλωμένο, μιά μερίδα φωτός ζητιανεύοντας... Δια την ελπίδα την αποκειμένην ημιν εν τοις ουρανοίς....

7. ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ

Λόγια, κούφια λόγια, μάταια λόγια.... Νομίσματα της Ουτοπίας. Κολλυβιστή του ονείρου, στον Παράδεισο, με πόσο φως εξαργυρώνουν το σκοτάδι;

LUCIDA INTERVALLA



Στη μνήμη του Β.Π

«ονειρόφαντοι δε πενθήμονες»

Ι

Μικρά φτερά στο φεγγαρόφωτο σαλεύουνε στον ίσκιο του συννέφου. Τρέμουν δαφνόφυλλα στ’ αγέρι. Ψίθυροι σκοτεινού χρησμού. Κήρυγμα του γρύλου στο σκοτάδι. Ένα καντήλι αιωρείται. Διαβαίνουν είδωλα καμόντων. Κρέμεται στα χείλη μου κραυγή. «Τι τους αναλωθέντας εν ψήφω λέγειν; Τους ζώντας δ αλγείν χρή τύχης παλιγκότου»

ΙΙ

Πίσω απ’ τα δέντρα χάθηκε κρώζοντας το κοράκι . Σωπαίναν τα καλάμια στην ακροποταμιά. Στις φλέβες μου κυλούσε το σκοτάδι. Σχεδόν σβησμένα τα αντικρινά βουνά. Ταξίδευα στο χρόνο του λυγμού , καντήλι δίχως λάδι. Κι ο ταραγμένος ίσκιος σου με πρόσμενε, διψασμένος φωτεινά διαλείμματα, ουρλιάζοντας στο αίμα της Κασσάνδρας «ιω, ιώ…κακόποτμοι τύχαι παλαιάς τήσδε αμαρτίας δόμων» . Πάνω σε σφραγισμένα χαρτιά ψηλαφούσα την ώρα που μετρήθηκε η ψυχή σου….

ΙΙΙ
«…ο καθού η αίτησις από του έτους ….. προσβληθείς εκ φρενικής τινός νόσου (μανιοκαταθλιπτικής ψυχώσεως) και στερηθείς ως εκ ταύτης της χρήσεως του λογικού του, ενεκλείσθη κατά το έτος ….. προς νοσηλείαν εν αρχή μεν εις το Δημόσιον Ψυχιατρείον Αθηνών, είτα εις το Φρενοκομείον Κερκύρας. Εγκατασταθείς μετά την εκ του τελευταίου νοσοκομείου έξοδόν του εν τω χωρίω του …. εις ευτελεστάτας τιμάς και όλως αδικαιολογήτως εξεποίησε πλείστα περιουσιακά αντικείμενα ως και έπιπλα και σκεύη της οικίας του. Καταστάς ούτω επικίνδυνος ενεκλείσθη εκ νέου εις το Δημόσιον Ψυχιατρείον Αθηνών …. Εκ του οποίου εξήλθε ουχί ως πλήρως ιαθείς, αλλά διότι αι εκδηλώσεις ας παρουσίαζε ψυχικής διαταραχής «ελαφρά πολυλογία και ευφορία» δεν εδικαιολόγουν την περαιτέρω εν τω νοσοκομείω τούτω παραμονήν του. Επανελθών…. την αυτήν ως πρότερον εξηκολούθησε συμπεριφοράν κτυπών τους διαφόρους στενούς συγγενείς του και κατασπαταλών αδικαιολογήτως την περιουσίαν του, καταληφθείς δε υπό της ψευδαισθήσεως ότι είναι ως εκ της μεγάλης του ικανότητος προωρισμένος να αναμορφώση και να προαγάγη τον αγροτικόν κόσμον ………. ήρξατο συγγράφων μακροσκελείς και ασυναρτήτους επιστολάς προς διαφόρους κατοίκους απευθυνομένας εις τα οποίας εμφανιζόμενος ως διευθυντής άλλοτε μεν «Συνδέσμου Αγροτισμός» άλλοτε δε «Γεωργικού και Εμπορικού Γραφείου ο Τριπτόλεμος» και εκθέτων τας αρχάς υφ ών διαπνέεται και τους σκοπούς ούς επιδιώκει, ομιλεί κατά τρόπον έκδηλον καθιστώντα την ψυχικήν αυτού διαταραχήν…..Και είναι μεν αληθές ότι , κατά την υπό του δικαστηρίου γενομένην εξέτασίν του , δια των ευστόχων απαντήσεων του επί των υποβληθεισών αυτώ διαφόρων ερωτήσεων , και της προσπαθείας ήν κατέβαλε να δικαιολογήση την σύνταξιν των ως είρηται επιστολών, αφήκε την εντύπωσιν ανθρώπου υγιώς σκεπτομένου , εκ των ευφυεστέρων αγροτών κατοίκων της περιφερείας, πλην η τοιαύτη του εμφάνισις , οφειλομένη ίσως και εις διάλειμμα εχεφροσύνης , ουδαμώς διαπιστοί πλήρη υγείαν…….»

IV

Αθώος μέσα στην τρέλα σου ή τρελός μέχρις αθωότητος…. Ποιος ήλιος της δικαιοσύνης , σου έκοψε την ανάσα - καθώς γυρνούσες ασκεπής στ’ αλώνια – ντάλα μεσημέρι , Ιούλης του 38 και σωριάστηκες στην αυλή του πρώτου αγροτόσπιτου , με τα μάτια καρφωμένα στον ουρανό και μια λέξη στο στόμα σου άσπαστη «Μαρία…» ;

Ο ΜΕΓΑΣ ΟΝΕΙΡΟΚΡΙΤΗΣ










Μνήμη Μ.Π.

Γυρνούν οι δείχτες, χωρίς να βιάζονται, σβήνουν με σιγουριά τις ώρες, τις μέρες, τα χρόνια... Στην παιδική μου μνήμη, μαυροντυμένη, σ' ένα κρεβάτι χρόνια δέκα κατάκοιτη, ίδιο στοιχειό. Αγέλαστη, ρυτιδωμένη, σκοτεινή.....Ένα πηγάδι θανάτου, που μέσα στο νερό του χάνονταν της νύχτας τ' αστέρια.Ξεκοκκίζοντας σπυρί σπυρί κεχριμπαρένιες χάντρες. Και τα όνειρα νάρχονται στον ύπνο , στο λήθαργο, στο κάρωμα... Θολά ποτάμια, μνήματα παιδιών, φυλακές, ένας τρελός, σταροχώραφα, καλαμιές και φωτιές, πυρκαγιές, σπίτια που καίγονταν, τουφεκιές, φοβισμένα βήματα στη νύχτα, κοράκια στα κλαριά κι ο βάλτος, πάντα ο ατέλειωτος βάλτος...Εκεί, στην κάμαρά σου, μικρό παιδί, να συλλαβίζω αργά τα πρώτα μου γράμματα. μαθαίνοντας ανάγνωση στο μεγάλο κιτρινισμένο βιβλίο. Γυρεύοντας τις λέξεις να ξηγήσω τα όνειρά σου. Με μιά πικρή αθωότητα... Γιαγιά, μεγάλη μάνα, σαράντα χρόνια τώρα , κι ακόμα να εξαντλήσω το Μέγα Ονειροκρίτη...

Friday, September 08, 2006

ΜΕΛΙΚΑ










Σπιτάκι αποξοχάρικο, αποσπερινό χλωμό.
Κι οι δυό μας κάτω απ' το φτωχό του γείσο...
Να μην τολμώ τους άγουρους καρπούς σου να τρυγήσω-
να μην τολμώ.

Ν' αποξεχνιέται η μάνα σου, στη βρύση και να αργεί
(ρίγη παλιά που δεν θα ξανατύχω...)
Να σπάζει ο ήλιος τα χρυσά δοξάρια του στον τοίχο
κι οι σπίνοι να το λένε στη φραγή.

Συχνό δαχτυλομίλημα, τρεμάμενη φωνή...
Χειλάκια ξεδιψαστικά- πανσέδες ματωμένοι.
Να συμφωνεί για το φιλί ως κι η ελιά η σκυμμένη-
το κόρο των πουλιών να συμφωνεί.

Μα εμείς να σβήσει αφήσαμε κείνη η φωτιά η καυτή
κι αφίλητοι χωρίσαμε. Μα απόμεινε , Μελίκα,
το που δε φιληθήκαμε να ναι η πικρή μας γλύκα-
η πιό γλυκά μας πίκρα να' ναι αυτή.

Μενέλαος Λουντέμης (1912-1977) "ΚΡΑΥΓΗ ΣΤΑ ΠΕΡΑΤΑ"

Wednesday, September 06, 2006

ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ ΤΕΚΜΗΡΙΟΝ




Φεύ, χρήν βροτοίσιν των φίλων τεκμήριον

σαφές τι κείσθαι και διάγνωσιν φρενών,

όστις τ' αληθής, έστιν ός τε μη φίλος.

Δισσάς τε φωνάς πάντας ανθρώπους έχειν

την μεν δικαίαν, την δ όπως ετύγχανεν,

ως η μεν φρονούσα τ'άδικ' εξηλέγχετο

προς δε της δικαίας, κουκ άν ηπατώμεθα

Αχ έπρεπε οι ανθρώποι νάχουν για τους φίλους

ξεκάθαρα σημάδια και να ξεχωρίζουν

ποιός είναι και ποιός όχι αληθινός τους φίλος.

Και δυό τρόπους μιλιάς οι ανθρώποι νάχουν όλοι,

δίκια τη μιά, την άλλη όπως τόφερε η τύχη,

για νάπιανεν η δίκια αυτήν, που θάχε εντός της

άδικες σκέψεις, κι έτσι δε θα μας γελούσαν

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ "ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ" (στ. 925-931)

(μετάφραση Κ. ΚΟΝΤΟΥ )

ΤΗΝ ΩΡΙΜΗΝ ΕΙΚΟΝΑ

Την ώριμην εικόνα μου κοιτάζω
στο σκονισμένο τζάμι του καθρέφτη.
Μορφή, π' ολο μαραίνεται και πέφτει
σαν άνθος, που ξεχάστηκε σε βάζο.

Στο πρόσωπο που φλέγεται, διαβάζω
τη μαρτυρία του πόνου, κάποιου ψεύτη.
Το χρόνο, της αγάπης μου τον κλέφτη
βλέπω να μ' αγκαλιάζει και τρομάζω.

Ξεράθηκαν κι ασπρίσανε τα χείλη
κι είναι στιφά σα φλούδι απο λεμόνι.
Ο αιώνιος τρυγητής μ' αργοσιμώνει
το πρόσκαιρο να κόψει το σταφύλι.

Ξεφεύγει απο τα χέρια μου η ζωή
και σα γυαλί συντρίβεται στο χώμα.
Γύρω σιωπή και μάχεται στο στόμα
η τελευταία κι η πρώτη μου πνοή


Από τη συλλογή "ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ" (1997)

Monday, September 04, 2006

ΔΙΧΩΣ ΕΣΕ ΔΕ ΘΑ ΒΡΙΣΚΑΝ











Δίχως εσέ δε θα 'βρισκαν
νερό τα περιστέρια

Δίχως εσέ δε θ ΄ άναβε
το φώς ο Θεός στις βρύσες του

Μηλιά σπέρνει στον άνεμο
τ άνθη της. Στην ποδιά σου
φέρνεις νερό απ' τον ουρανό
φώτα σταχυών κι απάνω σου

φεγγάρι απο σπουργίτες

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ (1912-1991)

Saturday, September 02, 2006

ΔΑΣΟΣ Ο ΕΡΩΤΑΣ




















Από την παραπάνω συλλογή


Πάνω μας τ' ουρανού το μάτι
με τ άσπρο σύννεφο στο πλάι.
Εσύ, μια Σφίγγα που γελάει,
κι εγώ της ερημιάς κομμάτι.

Κι όλο το φώς ν' ανηφορά
στην καταπράσινη γαλήνη.
Δάσος ο έρωτας και κλείνει
τη θλίψη, που δεν προχωρά.

Βρυσούλα, γάργαρο νερό.
τρέχει στο διάφανο ρυάκι.
Σέρνει και μένα, ξυλαράκι
σπασμένο κούφιο και ξερό.

Αχ! Τώρα κελαηδά τ΄ αηδόνι:
Κάνε κι αυτό, κι αυτό το λάθος.
"Και δίχως το μοιραίο πάθος
πάλι ο καιρός θα σε πληγώνει"