
Την καλόπιασα - λέει - τη μαύρη αρκούδα, τη μέρεψα.
Της έριξα πρώτα το ψωμί μου, μετά το κεφάλι μου
Τώρα η αρκούδα είμαι εγώ και ο καθρέφτης.
Κάθομαι στην καρέκλα, περιποιούμαι τα νύχια μου,
τα βάφω κόκκινα ή κίτρινα, τα βλέπω, μ' αρέσουν.
Δεν μπορώ τίποτα ν αγγίξω. Φοβάμαι το θάνατο.
Την αλυσίδα του λαιμού μου την έκανα κορώνα,
τη φόρεσα στο μέτωπό μου. Τώρα τί να κάνω;
Πρέπει να στέκω με ψηλά το κεφάλι, να κοιτάζω
διαρκώς προς τα πάνω. Τα μεσάνυχτα, ωστόσο,
στις νέες μου αυπνίες, όπως κι άν περπατήσω,
ακούω τα βήματά μου ν αντηχούνε κάτω στην καταπακτή
εκεί που κρέμονται στους τοίχους οι άλλες αλυσίδες.
Γιάννης Ρίτσος "ΘΥΡΩΡΕΙΟ"