Χειμώνιασε ... Καιρός να γυρίσει σπίτι του , εκείνο το μικρό αλητάκι...
ΚΑΙ ΚΑΠΝΟΝ ΑΠΟΘΡΩΣΚΟΝΤΑ
Αναδεύω της μνήμης τη στάχτη
γυρεύοντας άκαυτες λέξεις.
Δυό μικρά καρβουνάκια, τα μάτια της,
στης καρδιάς μου τα ξύλα.
Ποιά φιλιά προσανάμματα
στα χαρτιά των ονείρων;
Μάταια, μάταια, χείλη μου
κι η βροχή θα σας σβήνει...
Να μή δεί στον ορίζοντα
τον καπνό π' αποθρώσκει.
ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Σε βλέπω.
Μέσα στον ερεβώδη τυφώνα του πόθου σου.
Γυμνές λέξεις και επιθυμίες
που φωνάζουν στους δρόμους,
σέρνοντας τα κουρέλια της λύπης,
με χέρια ν ανεμίζουνε φτερά
-λείψανον πεπαλαιωμένης έξεως-
κι ο χορός της κιμωλίας στο μαυροπίνακα
ν' αθροίζει τα μηδενικά των αισθημάτων.
Θέλω να σου γράψω
μα σβήνει το μελάνι στο χαρτί...
Μ΄ αρνούνται οι στίχοι
NEKYIA Κήπος του ονείρου.
Ο ήλιος βούλιαζε
και στα φύλλα της μηλιάς
γλιστρούσεν η σκιά μου,
πρόσταγμα σιωπής
στων τζιτζικιών την τάξη.
Στο μικρό αυλάκι
έρμαιο το φύλλο της ελιάς
κι ο Οδυσσέας των μυρμηγκιών
για τη νήσο των μακαρίων.
Κάπνιζε ακόμα το τζάκι μας...
Όλο μου το αίμα
κι όλα μου τα δάκρυα
πλημμύριζαν τους λάκκους.
Κι εσύ έπινες,
έπινες αχόρταγα , μάνα μου,
και δε με γνώριζες
ΘΗΤΕΙΑ ΣΤΟ ΕΦΗΜΕΡΟΟι στίχοι σου πληγή
στη μεγάλη πρόφαση του χρόνου,
ρολόγι που γυρνά
τους δείχτες ανάποδα,
θάμνος στολίδι των ερειπίων.
Άκουσες το λύκο της μνήμης
να ουρλιάζει την έσχατη αγωνία σου
καλώντας τις εφεδρείες
των κεκοιμημένων.
Είδες ψηλά στα κάστρα
να κυματίζουν μεσίστιες
μαύρες σημαίες της άρνησης
λάβαρα της αμφιβολίας.
Τα θλιμμένα δέντρα
πήραν τη φωνή σου.
Κι ακόμα να πιστέψεις
στο εφήμερο;
ΣΦΙΓΜΕΝΑ ΧΕΙΛΗΈτριξαν φρύγανα ξερά στα βήματά του.
Στη φλόγα του σπίρτου πρόβαλαν
πέτρινα πρόσωπα.
Άκουσε να χτυπούν φτερά.
"Οι νυχτερίδες" σκέφτηκε.
Σιγά- σιγά βούλιαζε στο χώμα
σημάδι πως έφτασε στη όχθη.
Αργά και ρυθμικά στα σκοτεινά νερά
σιμώναν τα κουπιά.
Στα σφιγμένα χείλη του
βάραινε το κέρμα.
ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΑ Είδα τους φίλους μου
-χελιδόνια στα σύρματα του πόθου-
να ετοιμάζουν τα φτερά
για το μεγάλο ταξίδι.
Μικροί ζωγράφοι τ' ουρανού
χρωματίζοντας τα πέτρινα γεφύρια
τρυπώνοντας στις κρυψωνες του Θεού
στους μυρωμένους κόσμους των βάτων.
Ωριμοι για το απόλυτο μηδέν
μαγεμένοι εραστές του απείρου.
Κι όμως πρέπει να μείνω
στου κουρασμένου δέντρου τα κλαριά
στα φύλλα που φτεροκοπούν
την ερημιά του κάμπου.
Ν ακούσω τον καλπασμό της βροχής
στης μνήμης το λιθόστρωτο,
τη ραγισμένη καμπάνα του δειλινού
στους νυχτωμένους δρόμους.
Στο τζάμι που σου χτύπησα
γλιστρά το μέτωπό σου...
Φλογέρα τα κούφια μου κόκκαλα.
Τα δάχτυλα τ΄ ανέμου
ταιριάζουν της αγάπης το σκοπό
ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΦΩΝΗΘέλω να σου μιλήσω
με την ελάχιστη φωνή
και τους μεγάλους φόβους μου,
το απομεσήμερο, την ώρα
που οι λυγμοί των καθρεφτών
ταράζουν τα παραπετάσματα ,
και συ μετράς , δακρύπλουτος,
το θησαυρό της θλίψης σου.
Στη φλεγομένη άβυσσο
της μνήμης παρανάλωμα
Με αιχμάλωτα μάτια
στην πικρόχολη θάλασσα.
Γυμνές οι πέτρες
της ετοιμόρροπης πραγματικότητας.
ΙΙ
Παγιδευμένος
σ ένα επώδυνο παραλήρημα
Τί άλλο μου μέλλεται;
Μερίδιο της μοίρας
ο βραδύκαυστος θάνατος.
Τα είδωλα του ύπνου ίχνη ανθρώπων
που ρήμαξαν αγάπες ψεύτρες:
Η ξέφρενη πορεία του Σταμάτη
με ρόδες που στρίγγλιζαν
στον τετελεσμένο μέλλοντα του φορτηγού.
Ο Κώστας , άγουρη πίκρα, να σαπίζει
στα βάθη της μουσικής του Jethro Tal
Ο Βαγγέλης χορευτής να ισορροπεί
στο τεντωμένο σκοινί του ρεμπέτικου καημού...
Ιχνη μαρτύρων, περγαμηνές οδύνης...
ΙΙΙ
Βαρέθηκα τις λέξεις.
Μην κοιτάς την πόρτα που έκλεισε.
Πέρα αστράφτει στο ξέφωτο μια μαγική οδός.
Στο γέρμα τ' Αυγούστου ανοιχτό
το πέλαγος των ονείρων μας.
Αύριο θ αγαπήσουμε ξανά.
Ο ΜΕΣΑ ΔΡΟΜΟΣΧαράματα.
Σήμαντρο που στενάζει
στην αμφίστομη μνήμη.
Αυταπάτη της γλώσσας
και κρυψίβουλα χείλη.
Αστροφώτιστος δρόμος
μ' ονειρόδεντρα ...
ΠΡΟΣΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΘΑΜAΜέσα στην κάθε λέξη
προσμένοντας το θάμα.
Φωνή κατεστραμμένη
στα πικραμένα χείλη.
Βυθίζομαι στα φύλλα
πλημμυρισμένος νύχτα.
Έρημος ως τα σπλάχνα
ΑΠΟΥΣΙΑΣτα ερείπια ενός απέραντου ουρανού
κοχλάζει ο χρόνος.
Η αλήθεια τ' ανέμου
χαράζει ρήγμα μυστικό
στη σκοτεινή οθόνη της νύχτας.
Ανάμεσα σ έρημες βάρκες
μετρώ την άμμο
που κράτησε το χνάρι σου.
ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣΤης έσχατης απορίας το γιατί
κίτρινο μελαγχολικό φεγγάρι
στον ουρανό της θλίψης σου.
Και συ γυρολόγος των άστρων
ψυχή αναπεπταμένη
στον άνεμο της μοίρας
να μνημονεύεις άσημα ρήματα
στου Λόγου το αδιέξοδο.
Ωσπου να ρθεί κάποιος
αγαπημένος Αύγουστος
την Κοίμησή σου να εορτάσεις.
ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ